Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

«Μπουταρισμός», η πιο εκλεπτυσμένη πολιτική της «Αποικίας Χρέους» του Γιώργου Ρακκά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, Σάββατο 13/09/2014.

του Γιώργου Ρακκά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς, Σάββατο 13/09/2014.
Ο «Μπουταρισμός» αποτελεί ένα νέο στυλ δημοτικής διακυβέρνησης που ξεπηδάει μέσα από τις ειδικές συνθήκες μεταβολής της χώρας σε «αποικία χρέους» που ισχύουν την τελευταία πενταετία. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του είναι τα εξής:
Πετυχημένος επιχειρηματίας, και παράγοντας της περίφημης «Κοινωνικής Οικονομίας» (ΜΚΟ) ο ίδιος, ηγείται μιας παράταξης επιχειρηματιών, τεχνοκρατών, διανοουμένων. Συγκολλητική τους ουσία ένας ακραίος κοσμοπολίτικος φιλελευθερισμός του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου που μιλάει τη γλώσσα των «μπίζνες». Το αποτέλεσμα; Διαμορφώνεται ένα μοντέλο «Δήμου-Επιχειρηματία» που εκχωρεί τα πάντα σε εργολαβίες, που εμπορευματοποιεί κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου, που συναινεί στο ακραίο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ.
Με κορωνίδα τον «κοσμπολιτισμό» και την «διεθνοποίηση» της Θεσσαλονίκης την μεταβάλει σε παράρτημα των μεγάλων γεωπολιτικών αξόνων που αξιώνουν τον έλεγχο της Βαλκανικής.  Εξ ου και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που παίζει στον «διοικητικό ιμπεριαλισμό» της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή στην ελληνογερμανική συνέλευση συνεργασίας που αφορά στην ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Και γι’ αυτό η σπουδή του να μεταβάλει την Θεσσαλονίκη σε τουριστικό, οικονομικό και πολιτιστικό παράρτημα της Κωνσταντινούπολης, από κοινού με το τουρκικό κράτος και την νέα επιχειρηματική ελίτ του Ερντογάν, οι οποίοι αξιώνουν την εγκαθίδρυση μιας τουρκικής σφαίρας επιρροής στα εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, υποβαθμίζει πλήρως τις (ιστορικές) σχέσεις της πόλης με τους Βαλκανικούς λαούς, και την Ανατολική Ευρώπη –ένα πεδίο το οποίο εξασφαλίζει σαφέστατα πιο ισότιμες σχέσεις και δημιουργεί αντισυσπειρώσεις στην κοινή προσπάθεια του Ευρωατλαντισμού με την Τουρκία να μεταβάλουν τα Βαλκάνια σε συγκυριαρχούμενο χώρο.
Τέλος, συμμετέχει στην «εργαλειοποίηση της μνήμης» του Ολοκαυτώματος και συναινεί στην μεταβολή του σε ιδεολογικό άλλοθι για την γενοκτονία που διαπράττει το ισραηλινό κράτος εναντίον του Παλαιστινιακού λαού.
Με σύνθημα το «εύκολο κέρδος» και άλλοθι ένα ελευθεριακό λάιφ στάιλ της ηδονιστικής κατανάλωσης ποντάρει στην ολοκληρωτική παρασιτοποίηση της Θεσσαλονίκης, μέσω της ακραίας τουριστικοποίησης της οικονομίας της. Το αποτέλεσμα; Ο εργασιακός ζόφος της κατάργησης της Κυριακάτικης αργίας, της απασχολησιμότητας, και βέβαια η τεράστια ανεργία που προκαλεί η παραγωγική αποτελμάτωση της ευρύτερης περιοχής. Ως απάντηση στην τελευταία, προωθεί, μαζί με την κυβέρνηση, τα δίκτυα απομύζησης εγκεφάλων και εργατικών χεριών που έχει εγκαθιδρύσει η «Γερμανική Ευρώπη» στην χώρα μας, και σε ολάκερο τον ευρωπαϊκό Νότο.
Με μια «οικειότητα» ως προς τα ΜΜΕ, δημιουργεί όρους παράκαμψης των θεσμών, των μορφών διαβούλευσης, του δημόσιου διαλόγου και εισάγει τα ήθη μιας μηντιακής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη 180οστροφή του στο ζήτημα της πώλησης του λιμανιού: Προεκλογικά τοποθετήθηκε αναφανδόν εναντίον, για να διολισθήσει κατά τα τέλη Αυγούστου σ’ ένα «όχι μεν, αλλά» κατά την διάρκεια μιας συνέντευξής του στην εφημερίδα Μακεδονία. Εν τέλει το «όχι μεν αλλά» μεταβλήθηκε στο απροκάλυπτο «στηρίζω την πολιτική της κυβέρνησης» που ειπώθηκε κατά την τηλεοπτική του εμφάνιση στην TV 100, με τον γραμματέα της ΝΔ, Α. Παπαμιμίκο. Μια λεπτομέρεια; Η παράταξή του έχει διατυπώσει διαφορετική άποψη, το ίδιο και το δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Ψιλά γράμματα, όμως, για έναν δήμαρχο που ασκεί πολιτική μέσω της… επικοινωνίας.
Τέλος, δεν μπορούμε παρά να μην αναφερθούμε στις ολιγαρχικές ενδείξεις που φέρει μέσα της η ίδια η άνοδος και η επικράτηση του Μπουταρισμού: Πλασάρεται και προωθείται ως «καταλληλότερος», αφού έχει κερδίσει δύο απανωτές αναμετρήσεις, υπό συνθήκες όμως ακραίας αποχής (της τάξης του 40%). Διαμορφώνονται έτσι στην πόλη δύο κόσμοι, με τον έναν να τελεί αόρατος, φτωχοποιημένος, αποξενωμένος από το πολιτικό σκηνικό –ο κόσμος στον οποίον ο Μπουτάρης είναι ακραία αντιδημοφιλής και εισπράττει διαρκώς την λοιδορία του («χωριάτες» κ.λ.π.). Στον αντίποδα, εκεί που όντως είναι δημοφιλής και κυρίαρχος ο Μπουτάρης είναι μεταξύ των οικονομικών, διανοούμενων, μηντιακών, και πολιτικών ελίτ της πόλης. Τι πιο καλύτερη απόδειξη από το γεγονός ότι τον στήριξε αναφανδόν η κυβέρνηση στις προηγούμενες εκλογές – έμμεσα, αλλά αποφασιστικά, ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς, μεταβάλλοντας σε προσχηματική την υποψηφιότητα Καλαφάτη. Και ότι με κάθε ευκαιρία σπεύδει να υπερασπιστεί τον Ευάγγελο Βενιζέλο, έναν από τους πιο λαομίσητους πολιτικούς αυτής της χώρας, κατ εξοχήν συνδεδεμένος με την Θεσσαλονικιώτικη ολιγαρχία.
Ο «Μπουταρισμός» αποτελεί το νέο προσωπείο της «Αποικίας Χρέους» στην τοπική αυτοδιοίκηση. Κι εδώ, στην πόλη του Λευκού Πύργου, είναι που αποκτούν απόλυτη επικαιρότητα τα λόγια του ποιητή: «το ζήτημα πια έχει τεθεί: Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε όπως αυτός ο δραπέτης ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο απέναντί τους» (Μιχ. Κατσαρός, ο Δούλος).

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ

Ο Ελληνισμός στο σταυροδρόμι

Γιάννης Γαϊτης, Ανθρώπινες φιγούρες (1975)

Του Γιώργου Καραμπελιά

Τα τελευταία χρόνια, όποτε αναφέρω, και το κάνω συχνά, τη βαθύτερη πεποίθησή μου πως ο ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση υπαρκτικού χαρακτήρα, οι περισσότεροι συνομιλητές ή ακροατές μου θεωρούν πως κάνω απλώς ένα σχήμα λόγου, για να υπογραμμίσω το βάθος της κρίσης. Ωστόσο –δυστυχώς– εννοώ ακριβώς αυτό που υποστηρίζω. Οι Έλληνες βρίσκονται σ’ ένα ιστορικό σταυροδρόμι, από τη μία πλευρά του οποίου υπάρχει μια καθοδική σπείρα, πιθανόν χωρίς επιστροφή, και από την άλλη η ανάταξή του.
Στο βιβλίο μου, Ελλάδα μια χώρα των συνόρων, που έγραψα πριν είκοσι χρόνια και επανεξέδωσα αργότερα, ξαναδουλεμένο, με τον τίτλο Χιλιαεννιακοσιαεικοσιδύο, δοκίμιο για την ελληνική ιδεολογία, υπογράμμιζα πως εκείνο το μοιραίο έτος, το 1922, συνέβη κάτι ανεπανόρθωτο, που χώρισε στα δύο την ελληνική ιστορία. Πριν το ’22, με κράτος ή χωρίς, αυτόνομοι ή υποταγμένοι, συγκροτούσαμε την ταυτότητά μας με επίκεντρο το Αιγαίο και δύο πτέρυγες, δυτικά την ελληνική χερσόνησο και ανατολικά τη Μ. Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Έτσι συνέβαινε για 3.000 χρόνια τουλάχιστον, από τον… Τρωικό Πόλεμο και στο εξής. Μετά το 1922, ο ελληνισμός έχασε τον ανατολικό πνεύμονά του και έμεινε κλεισμένος στην ελλαδική χερσόνησο και τα νησιά μας, ενώ το Αιγαίο από επίκεντρο μεταβλήθηκε σε σύνορο. Υποστηρίξαμε τότε –εγκαινιάζοντας μια μακρά πορεία είκοσι χρόνων «κατάδυσης» στην ελληνική συνείδηση και την ελληνική ιστορία– πως το 1922 σφραγίστηκε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος του οικουμενικού, ευρύτερου ελληνισμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, μετά το 1922, ήρθαν να επισφραγίσουν και να ολοκληρώσουν αυτή την απώλεια. Οι Έλληνες από τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τον Πόντο, τη Β. Ήπειρο στριμώχτηκαν σταδιακά, με αλλεπάλληλα κύματα φυγής, στην αρχέγονη κοιτίδα μας, την ελληνική χερσόνησο.
Το 1922 έληξε δραματικά η προσπάθεια ολοκλήρωσης του ελληνισμού μέσα από την ενσωμάτωση σε ένα ενιαίο εθνικό-κρατικό σύνολο των βασικών συνιστωσών του και βγήκαμε από αυτή την περιπέτεια με τα σπασμένα κουπιά του σεφερικού «μυθιστορήματος».  Πριν είκοσι χρόνια, είχαμε ήδη τονίσει πως το νέο ιστορικό διακύβευμα του ελληνισμού είναι είτε η ολοκλήρωσή του, με μια στροφή προς τα μέσα και προς την ιστορία του, είτε η εξαφάνισή του, ως ιδιαίτερου ιστορικού υποκειμένου. Μέσα από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είμαστε υποχρεωμένοι είτε να ολοκληρωθούμε, ξεπερνώντας επιτέλους τον «καημό της ρωμιοσύνης», είτε να εξαφανιστούμε από το ιστορικό προσκήνιο.
Η μοναδική σωτηρία μας θα ήταν η «στροφή προς τα μέσα», ώστε να βρούμε τη δύναμη να ανασυγκροτήσουμε, από το ιστορικό DNA μας, έναν ατόφιο οργανισμό. Γιατί τα 3.000-4.000 χρόνια του οικουμενικού ελληνισμού μάς είχαν εθίσει στην εξωστρέφεια, στο ταξίδεμα σε ξένους κόσμους και πολιτισμούς, στο σκόρπισμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τώρα, η ιστορία απαιτούσε από εμάς να κάνουμε την αντίστροφη κίνηση, σε ρήξη με τις αταβιστικές συνήθειες τόσων χιλιετιών. Πράγματι, στο αίμα μας κυκλοφορούν ακόμα οι μνήμες των στρατιών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οικουμενικού ελληνιστικού κόσμου, της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του βυζαντινού κοσμοσυστήματος, της υπερεθνικής ορθοδοξίας. Ακόμα και μετά την Άλωση, στην τουρκοκρατία, μάθαμε να ταξιδεύουμε στη Δύση και στον Βορρά, σκορπίζοντας αφειδώλευτα τη δύναμη και το πνεύμα μας. Και αυτές οι μνήμες είναι πάντα παρούσες στη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Μπροστά σε κάθε κρίση, σε κάθε τρικυμία, σκεφτόμαστε και πάλι το ταξίδι του Οδυσσέα, την έξοδο σε άλλους κόσμους. Ακόμα και οι αντίπαλοί μας, ακόμα και οι καταχτητές μας θράφηκαν από το δικό μας αίμα. Εκατομμύρια ελληνικοί πληθυσμοί, στη Συρία, τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια, θα πυκνώσουν  το αραβικό και τουρκικό Ισλάμ, την ιταλική Ρώμη, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ν. Ρωσία. Οι Έλληνες είχαν μάθει πως είναι ανεξάντλητη η ιστορική φύτρα τους και μπορούν να τη σκορπίζουν απλόχερα μέχρι τα τελευταία εκατομμύρια στις Η.Π.Α., την Αυστραλία και αλλού. Και αυτή η τάση στη φυγή, την εξωστρέφεια, εκφραζόταν –παράδοξα– και στο εσωτερικό της χώρας, με την αποδοχή προστατών, τη δημιουργία εξαρτημένων κομμάτων, τον μαϊμουδισμό ξένων προτύπων και την απόρριψη της δικής μας παράδοσης, ή μάλλον τον εγκλεισμό της σε ορισμένες και μόνο πλευρές της ζωής μας.

Ο καθοδικός κύκλος
Και να ’μαστε σήμερα μπροστά στην ολοκλήρωση ενός καθοδικού κύκλου ενενήντα χρόνων. Ενώ, μετά το 1922, είχαμε αρχίσει, μέσα από οδυνηρές αντιπαραθέσεις, να οικοδομούμε μια οικονομία σχετικά αυτοδύναμη, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929, και να ενσωματώνουμε το προσφυγικό δυναμικό στο ελλαδικό –ελληνικό πλέον– έθνος, παρά τις αντιπροσφυγικές αγκυλώσεις του Μεταξά, ήρθε η γερμανοϊταλική εισβολή να ολοκληρώσει αυτό που είχαν αρχίσει οι τσέτες του Κεμάλ, με ανυπολόγιστες καταστροφές και εκατόμβες. Αντισταθήκαμε ηρωικά στην Κατοχή και όμως, στη  μεταπολεμική περίοδο, ολοκληρώσαμε την αλλοτρίωσή μας. Μια εμφύλια σύγκρουση, την οποία καθόρισαν οι ξένες δυνάμεις, μας εξάντλησε υποτάσσοντάς μας στη Δύση οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και στην «Ανατολή της Δύσης» πνευματικά. Στη συνέχεια, μετά το ’60, θα επανεμφανισθεί και πάλι, απειλητική για τη μοίρα μας, η «Δύση της Ανατολής», με το κυπριακό, ανοίγοντας μία περίοδο αντιπαραθέσεων, με την ήττα στην Κύπρο μετά το 1974, και σταδιακής υποταγής μετά το 1990 (Ίμια, Οτσαλάν, σχέδιο Ανάν κ.λπ.). Στη μεταπολίτευση, η υποταγή στη Δύση θα ολοκληρωθεί μεταβαλλόμενη σε πλήρη εσωτερική αλλοτρίωση, με την εκποίηση της οικονομίας, της κοινωνίας, του πολιτισμού. Έτσι, αυτό που ήταν εξωτερική εξάρτηση μεταβλήθηκε, μέσα από την εσωτερίκευσή της, σε εσωτερική αποικιοποίηση. Γι’ αυτό, και για πρώτη φορά στην ιστορία μας σε τέτοιο βαθμό, δεν ήταν πλέον ο Φαλμεράιερ και οι ξένοι βασιλιάδες που εξέφραζαν τον αποικιακό ζυγό… αλλά οι ίδιες οι ελληνικές ελίτ, οι ίδιοι οι Έλληνες πολιτικοί, οι Έλληνες διανοούμενοι. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Κατσαρός αποτελούσαν πλέον παρελθόν για ένα έθνος που συνωστιζόταν στα Μακ Ντόναλντ και τη Γιουροβίζιον.
Και ενώ το εκκρεμές της ιστορίας μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, μετέωροι στη ρωγμή των δύο κόσμων, φτάσαμε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια κρίση καθολική: δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική, μεταναστευτική, πνευματική: κλωτσοσκούφι της Μέρκελ, έντρομοι μπροστά στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, λοιδορούμενοι από τους Σκοπιανούς. Η Δύση, στην οποία καταφύγαμε από τον εμφύλιο και μετά, μας εκμεταλλεύεται και μας απορρίπτει με όλους τους τρόπους, ενώ η ισλαμική Ανατολή μας απειλεί με υποταγή και ενσωμάτωση. Αίφνης, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, χωρίς, πλέον, περιθώρια για ψεύδη και μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα αποδεχτούμε το ιστορικό τέλος μας, τη μεταβολή της Ελλάδας σε μία πολυφυλετική και πολυεθνική ζώνη-ταμπόν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας Λίβανος των Βαλκανίων,  ελεγχόμενοι ταυτόχρονα από τη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή (εξάλλου ο άξονας Βερολίνου-Τουρκίας λειτουργεί εδώ και πάνω από εκατό χρόνια), είτε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συλλογικό υποκείμενο, θα πρέπει να ανακτήσουμε την αυτονομία μας, να πραγματοποιήσουμε σήμερα την ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, να υπερβούμε τον καημό της ρωμιοσύνης.
Πιεσμένοι από Ανατολή και Δύση, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ιστορικής υποχώρησης. Το πρόβλημα της συνέχειας του έθνους μας παίζεται στα ίδια τα νησιά μας, στις ίδιες τις πόλεις, στην ίδια μας την πρωτεύουσα. Η φυγή, η εξωστρέφεια, όταν είσαι εξασθενημένος, σε μια πρώτη φάση, μεταβάλλονται σε υποταγή και εν τέλει σε ιστορικό θάνατο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια να συνεχίσουμε στον δρόμο της φυγής-υποταγής και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε. Βρισκόμαστε μπροστά στη «μητέρα των μαχών». Είτε εδώ, σήμερα και στις επόμενες δεκαετίες, θα κερδίσουμε το δικαίωμα στην επιβίωση και παράδοξα θα ολοκληρώσουμε το ανολοκλήρωτο, είτε θα μεταβληθούμε σε μια ιστορική ανάμνηση ως ανεξάρτητο έθνος και ιδιαίτερο ιστορικό υποκείμενο.
Σε μια τέτοια στιγμή, όταν όλα τα ψέματα τελειώνουν, είναι δυνατό –«σε σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη»– να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωτική επ-ανάσταση, διότι πλέον δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, διότι είμαστε απόλυτα στριμωγμένοι στον τοίχο και είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια μάχη ύπαρξης. Απορρίπτοντας τη φυγή προς τα έξω και στα κάθε ειδών ναρκωτικά, στα οποία με τόση ευκολία κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, να αντικρίσουμε θαρραλέα το πεπρωμένο μας. Στα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια, είτε θα πάψουμε να υπάρχουμε είτε, επιτέλους, θα ξεπεράσουμε τον καημό μας, επιτέλους ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Με τον έναν ή άλλο τρόπο, εδώ, στα 2012, ενενήντα χρόνια μετά το 1922, άνοιξε μια νέα ιστορική περίοδος: αν συνεχιστεί η εξωστρέφεια/υποταγή και η ψευδο-οικουμενική λογική/φυγή, οδηγούμαστε στο σημείο μηδέν, στην ιστορική εξαφάνιση. Γι’ αυτό και η γενικευμένη εθνική μας κατάθλιψη. Συνειδητοποιούμε αίφνης πως το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι άλλο πάρεξ ελευθερία ή θάνατος, κυριολεκτικώς.
Η αιφνίδια αφύπνιση
Και ερχόμαστε μπροστά σε αυτό το ιστορικό αίτημα, σε αυτή την κυριολεκτική τιτανομαχία, γυμνοί, με ηγεσίες ανίκανες, πνευματικούς ανθρώπους χορτασμένους από τη διαφθορά και φθορά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ένα λαϊκό σώμα αλλοιωμένο και πλαδαρό από την καταναλωτική ευωχία, τη δουλοκτησία των μεταναστών, την παιδοκεντρική ανευθυνότητα. Γι’ αυτό και, όλα τα τελευταία χρόνια, απέναντι στην προδοσία των διανοουμένων και των πολιτικών, θα καταφεύγει στα ναρκωτικά του μηδενιστικού αντιεξουσιασμού, του εθνομηδενισμού, της φυγής.
Αυτός ο λαός, αυτό το έθνος, θα πρέπει με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ψαχουλευτά, χωρίς πνευματικούς ταγούς, χωρίς ηγεσία, ξεκινώντας από την αγανάκτησή του, επιστρατεύοντας τις μνήμες μιας ασύγκριτης ιστορίας, να αντιταχθεί σε κάτι που μοιάζει με πεπρωμένο. Και όμως, έχει αρχίσει μία αντίστροφη κίνηση που, καθημερινά, μέσα από λάθη, αδιέξοδα, ψαχουλευτά, οδηγεί στη συνειδητοποίηση της φύσης της αντιπαράθεσης και των διακυβευμάτων της. Περνώντας από την αγανάκτηση στην κατάθλιψη και από αυτή πάλι στην εξέγερση, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει, το ένα μετά το άλλο, τα ναρκωτικά και τις αυταπάτες του, και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και την πολλαπλότητα της σύγκρουσης.
Έτσι συμβαίνει πάντα στην ιστορία. Μόνο όταν πλέον η επιβίωση γίνεται ταυτόσημη με την επανάσταση, τότε μόνον αυτή η τελευταία γίνεται μια ρεαλιστική πιθανότητα.
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες έπρεπε να ανακαλύψουν την φενάκη του εκδυτικισμού –να κόψουμε δρόμο προς τη Δύση, μας καλεί ο αστείος Ράμφος, την ώρα ακριβώς που η εξαντλημένη Δύση μας απορρίπτει– τη βαλκανική τους υπόσταση, την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, απέναντι στη Δύση και την Ανατολή, με τρόπο αιφνίδιο, σαρωτικό, τραγικό. Σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν τόσο βίαια και ταπεινωτικά μέτρα. Για καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν θα μπορούσαν οι Γερμανοί να ξαναθυμηθούν το αυταρχικό, «ναζιστικό» γονίδιό τους και να μεταβάλουν τους Έλληνες σε νέους Εβραίους ή Σέρβους των ολοκληρωτικών ονειρώξεών τους. Καμιά άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί σε αποθήκη λαθρομεταναστών, ανυπεράσπιστη μπροστά στις τουρκικές προκλήσεις.
Οι Έλληνες, που είχαν πιστέψει το 1981 πως, μπαίνοντας στην Ε.Ε., θα απέφευγαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο, και είχαν αφεθεί στην αποδυνάμωση του αγωνιστικού αντιστασιακού ήθους, κατασκευάζοντας μία κοινωνία με μειωμένα αντανακλαστικά, βρίσκονται αίφνης μπροστά στην πραγματικότητα: Οι οποιασδήποτε συμμαχίες έχουν νόημα και αποτέλεσμα, μόνο εάν εσύ ο ίδιος είσαι ισχυρός, με συναίσθηση της ταυτότητας και των συμφερόντων σου. Και όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης κυριαρχούσε η ακριβώς αντίθετη ιδεολογία. Η ιδεολογία της μικρότερης προσπάθειας, της εγκατάλειψης του αγωνιστικού ήθους του ελληνισμού – οι Έλληνες μεταβλήθηκαν στον πιο παχύσαρκο λαό της Ευρώπης, με εκτεταμένο αλκοολισμό, χρήση ναρκωτικών και ψυχοφάρμακα. Από χώρα μεταναστευτική, μεταβληθήκαμε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, μέσα σε τριάντα χρόνια. Από χώρα αγροτική, γίναμε εισαγωγείς αγροτικών προϊόντων. Και η κατάρρευση αυτού του μοντέλου μάς ήρθε ακόμα πιο απότομα, αιφνιδιαστικά, χωρίς εισαγωγές και προλόγους, εν μια νυκτί.
Η «μεγάλη πορεία»
Και αρχίσαμε τη μεγάλη πορεία ενάντια στον παρασιτισμό και την παρακμή. Στην αρχή άναρχα, με τα τραγούδια των παλιών βάρδων μας, τις κραυγές τηλε-ευαγγελιστών της δραχμής ή αναιδών νεαρών. Γιατί πρέπει να μάθουμε, μέσα από την εμπειρία μας, «όσα ξεμάθαμε» τα τριάντα πέντε χρόνια της μεταπολίτευσης. Και μαθαίνουμε μάλλον γρήγορα. Μέσα σε δύο-τρία χρόνια ξεπεράσαμε τους παλιούς πολιτικούς και τα κομματικά ναρκωτικά μας, αναζητώντας νέα σχήματα, νέα πρόσωπα, νέες κατευθύνσεις. Ίσως κανένας άλλος λαός με τέτοια ταχύτητα δεν ανέτρεψε παραδοχές και εδραιωμένα συμφέροντα δεκαετιών. Και αυτό μπορεί να μας δίνει αισιοδοξία, πως όντως αρχίσαμε μια «μεγάλη πορεία».  Ίσως ακόμα δεν υπάρχει συνείδηση των διακυβευμάτων σε όλη τους την έκταση. Ωστόσο, τα «γονίδιά» μας έχουν ενσωματωμένη μια βαθιά ιστορική εμπειρία, έστω κι αν αυτή εκδηλώνεται ως ένστικτο και όχι ως ολοκληρωμένη πρόταση. Τα επόμενα χρόνια θα παιχτούν τα πάντα. Και αυτή η νέα συνείδηση, που άρχισε από τις «πλατείες» με σύμβολό της την ελληνική σημαία, θα πρέπει να παλέψει ενάντια στις δυνάμεις της αποσύνθεσης και της διάλυσης. Θα πρέπει να παλέψει ενάντια στην απογοήτευση και τη φυγή των νέων μας είτε προς τα έξω, είτε στην καταφυγή στα ναρκωτικά και την κατάθλιψη. Θα πρέπει να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, προωθώντας κάθε μορφής συλλογικές προσπάθειες και προπαντός οικοδομώντας ένα όραμα για το μέλλον. Αυτό το όραμα που λείπει από όλες τις ανούσιες αντιπαραθέσεις αυτής της μακράς και παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου.
Πρώτον, στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, με την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που αρχίζει από την πολυκαλλιεργητική αγροτική παραγωγή, συνεχίζεται με τη συνεταιριστική και μικροϊδιοκτητική αποκέντρωση της παραγωγής, έξω από την αδηφάγο και παρασιτική πρωτεύουσα, στηρίζεται αποφασιστικά στα συνεταιριστικά εγχειρήματα αλληλεγγύης και ολοκληρώνεται μ’ έναν αποδοτικό και παρεμβατικό δημόσιο και κοινωνικό τομέα στον χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων. Οικολογική και κοινωνική ισορροπία πρέπει να αποτελούν ουσιαστικές συνιστώσες αυτού του νέου προτάγματος.
Δεύτερον, η χώρα θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες σε πολλαπλά επίπεδα. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη αποτελεί μία επιλογή τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα: απορρίπτουμε τόσο τους ευρωλιγούρηδες, που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, όσο και εκείνους που, σε μια αντίστροφη κίνηση, κάποτε ακόμα και με αγαθές προθέσεις, υποτιμούν τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα μόνη της απέναντι στην Τουρκία, χωρίς πρώτα να έχει οικοδομήσει άλλες εναλλακτικές συμμαχίες. Έτσι, θα πρέπει να προωθήσουμε, πριν απ’ όλα, τη στρατηγικού χαρακτήρα ενότητά μας με το δεύτερο ελληνικό κράτος, το κυπριακό, και τις βαλκανικές χώρες, παράλληλα. Το όραμα του Ρήγα, μιας βαλκανικής συμμαχίας, θα πρέπει κάποτε να γίνει πραγματικότητα. Πάρα πέρα, προσβλέποντας σε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, θα πρέπει όχι μόνο να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη, αλλά και να παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας ενωμένης Ευρώπης, με ισόρροπη παρουσία της ανατολικής και δυτικής πτέρυγάς της, που μόνη αυτή θα εξασφάλιζε και την ισότιμη συμμετοχή των Βαλκανίων και της Ελλάδας σε αυτήν.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά στον τουρκικό επεκτατισμό, η αντιμετώπισή του περνάει τόσο από τις συμμαχίες που προαναφέραμε, όσο, κυρίως, από την ενίσχυση της παραγωγικής αυτονομίας και της αμυντικής μας ικανότητας. Η συμμαχία με το αγωνιζόμενο κουρδικό έθνος, τις κάθε είδους θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες, καθώς και όσες δυνάμεις στην Τουρκία απορρίπτουν τον επεκτατικό και στρατιωτικό χαρακτήρα του κράτους, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ισορροπία και την ειρήνη στην περιοχή. Μια σταθερή ειρήνη με την Τουρκία μπορεί να εδραιωθεί μόνο εάν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα Βαλκάνια και τον μικρασιατικό χώρο και εάν η Τουρκία γίνει μια δημοκρατική χώρα, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα στην αυτοδιάθεση όλων των λαών και των μειονοτήτων που ζουν σε αυτή.
Τέταρτον, ο σημαντικότερος παράγων, και προϋπόθεση για τα όσα προαναφέραμε, είναι η πνευματική και πολιτική ολοκλήρωση της ταυτότητάς μας. Φτάνοντας στο απόλυτο αδιέξοδο του αλλοτριωμένου εκσυγχρονισμού και της διαρκούς φυγής προς τα έξω, είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε  πως, μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια, που είχαμε την πολυτέλεια του ξοδέματος, σήμερα δεν μας περισσεύει ούτε μια σταγόνα αίμα, ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια προσπάθεια. Θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, όχι «για να κόψουμε δρόμο προς μια Δύση» που πνέει τα λοίσθια, ούτε για να μεταβληθούμε στους νέους Φαναριώτες και τους υποτελείς του νεοθωμανισμού, αλλά για να κάνουμε επιτέλους πρότυπο του αναγκαίου εκσυγχρονισμού μας την ίδια τη δικιά μας παράδοση και ταυτότητα. Αυτό που έκαναν όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί που θέλουν να είναι ελεύθεροι.

Ανάρτηση από:  http://ardin-rixi.gr

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Αποανάπτυξη: Μια απάντηση στην οικονομική κρίση

Της Μπέττυς Κυριακίδου
Kiriakidoub@makthes.gr
Φανταστείτε μια κοινωνία που λειτουργεί με εναλλακτικό ή άυλο νόμισμα. Διαθέτει μια τοπικοποιημένη οικονομία, που στηρίζει την τοπική αγορά και καταναλώνει τοπικά προϊόντα, ενώ προμηθεύεται τα τρόφιμά της κατευθείαν από τους παραγωγούς.
Τα μέλη της δουλεύουν 20 ώρες την εβδομάδα αντί 40, διαθέτοντας τον ελεύθερο χρόνο τους για την ανάπτυξη των κοινωνικών τους σχέσεων και την επαφή με το περιβάλλον. Μια κοινωνία που ζει με λιγότερα υλικά αγαθά, εστιάζοντας σε αξίες όπως η περιβαλλοντική ευαισθησία, η συντροφικότητα, η απλότητα και η ισότητα.
Σας φαίνεται ουτοπία; Κι όμως όχι, λένε οι οπαδοί της αποανάπτυξης, καθώς σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου υπάρχουν κοινωνίες που λειτουργούν με τις παραπάνω δομές, ενώ και στην Ελλάδα αρχίζουν δειλά δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους κινήματα, ομάδες και πρωτοβουλίες που “απαντούν” στην οικονομική κρίση κάνοντας πράξη τις αρχές της αποανάπτυξης.
Τι είναι όμως η αποανάπτυξη; Ο έλληνας καθηγητής Οικολογικής Οικονομίας και Πολιτικής Οικολογίας του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελόνης και μέλος της επιστημονικής ομάδας που μελετά τις αρχές της αποανάπτυξης, Γιώργος Καλλής, μιλά στη “ΜτΚ”.
Τι εννοούμε με τον όρο αποανάπτυξη;
Είναι η πρόταση ότι μπορούμε να οργανώσουμε μια κοινωνία στην οποία να ζούμε καλύτερα με λιγότερα υλικά αγαθά. Μια κοινωνία που δεν θα είναι αναγκασμένη να μεγαλώνει διαρκώς μόνο και μόνο για να επιβιώνει. Μια κοινωνία όπου οι αξίες της απλότητας, της ισότητας, της συντροφικότητας και της επάρκειας θα αντικαταστήσουν τις ακόρεστες αξίες του πλουτισμού και της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Έχετε κατά καιρούς δηλώσει ότι η λύση για το αδιέξοδο που βιώνει σήμερα η χώρα μας δεν είναι οι ανοδικοί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά η εθελούσια αποανάπτυξη.
Η Ελλάδα βρίσκεται εκεί που βρίσκεται λόγω της μανίας της πολιτικής ελίτ, δεξιάς και αριστερής, για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό με κάθε κόστος. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο εξαιτίας της μανίας μας για γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια και στάδια. Και το μέλλον είναι δυσοίωνο γιατί δεν μαθαίνουμε από τα λάθη. Θέλουμε κι άλλο από τα ίδια, φαστ-τρακ ανάπτυξη και ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και “ανάπτυξης”. Απαιτείται αλλαγή ρότας και η διαμόρφωση ενός δικού μας, ελληνικού προτύπου ευημερίας, βασισμένο σε μεσογειακές αξίες, όπως η απλότητα, η επάρκεια και η συντροφικότητα.
Ποιες αλλαγές απαιτούνται για να μπούμε στον δρόμο της αποανάπτυξης;
Ο δρόμος της αποανάπτυξης είναι η ταυτόχρονη και συνδυασμένη πολιτική, πολιτισμική και προσωπική/αξιακή αλλαγή. Πολιτικά απαιτείται αλλαγή βασικών θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος, όπως το χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα, το οποίο επιτάσσει τη διαρκή αύξηση του ΑΕΠ, ή αλλιώς απειλεί με κοινωνική κατάρρευση. Πολιτισμικά απαιτείται η επανανάδειξη παραδοσιακών αλλά επίκαιρων αξιών, όπως η απλότητα, η αυτάρκεια και η αλληλεγγύη, αξίες τις οποίες έχει “καταπιεί” το καπιταλιστικό σύστημα και τις έχει αντικαταστήσει με την ανταγωνιστικότητα και την υπόσχεση του υλικού πλούτου. Προσωπικά, απαιτούνται από τον καθένα από εμάς μικρές και εφικτές αλλαγές της καθημερινότητας: επένδυση στις σχέσεις και όχι στην κατανάλωση, συμμετοχή στις συλλογικότητες που αναδύονται έξω από την οικονομία της αγοράς και, τέλος, συμμετοχή στα κοινά και πολιτική κινητοποίηση και διεκδίκηση του δικαιώματος για κοινωνική αλλαγή.
Υπάρχουν σήμερα κοινωνίες που λειτουργούν με μη καπιταλιστικά μοντέλα και εφαρμόζουν τις αρχές της αποανάπτυξης;
Ναι, σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Για παράδειγμα στην Καταλονία υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες λειτουργούν δομές όπως αγρο-οικολογικοί συνεταιρισμοί παραγωγών και καταναλωτών, συλλογική στέγαση, συστήματα άμεσης ανταλλαγής και εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, εναλλακτικά νομίσματα. Αλλά δεν συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο στην Καταλονία: στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Αργεντινή και την Κολομβία, παντού υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες, οι οποίες αναπτύσσονται στο πλαίσιο της κρίσης και απαντούν στην αποτυχία της οικονομίας της αγοράς να καλύψει βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όχι μόνο υλικές αλλά και κοινωνικές, όπως η ανάγκη για συντροφικότητα και αλληλοϋποστήριξη.
Και στην Ελλάδα έχουμε παρόμοιες πρωτοβουλίες, όπως το Δίκτυο “Σπόρος”, η οικοκοινότητα στο Πήλιο κλπ. Δεν είναι κάτι καινούργιο όλο αυτό. Η άμεση συναλλαγή και η ανταλλαγή υπηρεσιών έξω από τη χρηματιστική οικονομία της αγοράς είναι μέρος της παράδοσής μας και της κουλτούρας μας ως Ελλήνων. Δεν πρέπει να μπλέκουμε την παραδοσιακή οικονομία της αλληλεγγύης, που συνεχίζει έστω και εξασθενισμένη να λειτουργεί στην ελληνική περιφέρεια, με τη “μαύρη” οικονομία.
Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα αποφασίζει να στραφεί στην αποανάπτυξη, προκειμένου να δώσει λύση στα προβλήματά της. Τι θα γίνει με το χρέος και τα ελλείμματα;
Μα δεν μπορούμε να ζητούμε διαρκώς από την οικονομία να αυξάνεται για να ξεπληρώνουμε τόκους του παρελθόντος βάσει δανείων που προϋπέθεταν ότι η οικονομία θα αυξάνεται! Η οικονομία δεν είναι δυνατόν να αυξάνεται επ’ αόριστον σε έναν πλανήτη με φυσικά όρια. Μπορούμε να παίρνουμε ό,τι δάνεια θέλουμε από το μέλλον και να βάζουμε ό,τι επιτόκια θέλουμε, αυτό δεν σημαίνει ότι ο πλανήτης θα υπακούσει στις φαντασίες μας.
Επί του συγκεκριμένου τώρα: απαιτείται συντονισμένη δράση μεταξύ των χωρών που βρίσκονται σε δύσκολη θέση για στάση πληρωμής και εντέλει εξάλειψη του χρέους. Οι ιδιώτες αγοραστές των ομολόγων έπαιξαν και έχασαν. Πίστευαν ότι η οικονομία θα αναπτύσσεται για πάντα. Υπάρχει το παράδειγμα της Αργεντινής, όπου η στάση της πληρωμής έσωσε την οικονομία της χώρας. Σίγουρα πάντως η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη της εντός της ΕΕ, απαιτείται συνεργασία με άλλες χώρες.
Θα μπορούσατε να περιγράψετε τη δομή και λειτουργία μιας κοινωνίας που λειτουργεί με βάση τις αρχές της αποανάπτυξης;
Καταρχάς μια κοινωνία αποανάπτυξης επαναπροσδιορίζει το θέμα της απασχόλησης. Ενώ η παραγωγικότητα στη Δύση διαρκώς βελτιώνεται τα τελευταία χρόνια λόγω της τεχνολογικής προόδου, το παράδοξο είναι ότι μας ζητούν να εργαζόμαστε όλο και περισσότερο, π.χ. με αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Τα κέρδη από την παραγωγικότητα κατευθύνονται στο κεφάλαιο και επανεπενδύονται σε περαιτέρω ανάπτυξη. Εμείς προτείνουμε τα κέρδη της παραγωγικότητας να πάνε στην απελευθέρωση του χρόνου μας. Όπως κάποτε πήγαμε από τις δώδεκα ώρες εργασίας στις οκτώ, και από τις έξι ημέρες στις πέντε, έτσι και τώρα μπορούμε να πάμε από το 48ωρο στις 21 ώρες απασχόλησης εβδομαδιαίως. Η τεχνολογική πρόοδος μας δίνει την πολυτέλεια να δουλέψουμε λιγότερο και να ασχοληθούμε με “αντιπαραγωγικές”, για το κεφάλαιο, δραστηριότητες: την οικογένειά μας, τους φίλους μας, την αυλή μας. Το New Economics Foundation στη Βρετανία, ένα αρκετά σημαντικό think tank με απήχηση στην αγγλική πολιτική και κοινή γνώμη, έχει ξεκινήσει μια καμπάνια για 21 ώρες μισθωτής εργασίας την εβδομάδα.
Σε αυτή τη λογική, μαζί με την πρόταση για μείωση του χρόνου εργασίας υπάρχει και η πρόταση του βασικού εισοδήματος καθώς και μελέτες για το πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί. Πρόκειται για ένα βασικό ελάχιστο εισόδημα, το οποίο θα πληρώνει το κράτος ανεξαιρέτως για όλους τους πολίτες και θα τους εξασφαλίζει τουλάχιστον τα προς το ζην.
Επίσης, σημαντικό τμήμα των συναλλαγών σε μια κοινωνία αποανάπτυξης πραγματοποιείται χωρίς χρήματα ή με εναλλακτικά -περιφερειακά ή τοπικά- νομίσματα που λειτουργούν συμπληρωματικά του επίσημου νομίσματος, συμβάλλοντας στη διατήρηση του πλούτου σε τοπικό επίπεδο.
Τα εναλλακτικά νομίσματα μπορούν να αποτελέσουν δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση κατάρρευσης της κεντρικής οικονομίας.
Στο μεταξύ, η έννοια των αχρήματων συναλλαγών και της άμεσης αλληλέγγυας οικονομίας ήταν κάτι οικείο για την ελληνική πραγματικότητα μέχρι πριν μερικά χρόνια. Απομακρυνόμενοι από αυτό και εξαρτώμενοι από την οικονομία χρήματος είμαστε πλέον πιο ευάλωτοι. Ωστόσο, υπάρχει η συλλογική μνήμη και μπορούμε να της δώσουμε νέα μορφή.
Επίσης, η αυτοοργάνωση παραγωγών-καταναλωτών, η συστέγαση οικογενειών, αλλά και η λειτουργία των ethical banks, που χρηματοδοτούν με χαμηλά επιτόκια μόνο κοινωνικά ή οικολογικά project, είναι ορισμένα παραδείγματα δομών που λειτουργούν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, στο πλαίσιο της αποανάπτυξης.
Τέλος, μια κοινωνία αποανάπτυξης θέτει στο τραπεζικό της σύστημα αυστηρά όρια αναφορικά με τις χορηγήσεις, οι οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνουν κατά πολύ τις αποταμιεύσεις.
Οι βασικές αρχές της αποανάπτυξης
1.                                Η διαρκής οικονομική ανάπτυξη είναι αδύνατη σε έναν πλανήτη με πεπερασμένα όρια.
2.                                Η ιδεολογία της ανάπτυξης αποτελεί θεμέλιο του δυτικού φαντασιακού και βάση του πολιτιστικού του αποικιοκρατισμού, που οδηγεί στην εξαφάνιση εναλλακτικών αξιακών μοντέλων.
3.                                Μπορούμε να δημιουργήσουμε μια εναλλακτική, οικοσοσιαλιστική κοινωνία, η οποία να ζει καλύτερα με λιγότερα υλικά και περισσότερα κοινωνικά αγαθά.

Αποανάπτυξη και στην Ελλάδα: Οι Έλληνες οργανώνονται
Αποανάπτυξη, τοπικοποίηση, εναλλακτικά μοντέλα εμπορίου, άυλα νομίσματα: έννοιες που αρχίζουν και γίνονται οικείες για την ελληνική πραγματικότητα, καθώς ολοένα και περισσότεροι Έλληνες ευαισθητοποιούνται γύρω από αυτά τα θέματα και αποφασίζουν, εν μέσω οικονομικής κρίσης, να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη.
Ο Οβολός της Πάτρας, με πανελλαδική εμβέλεια, και το ΤΕΝ (Τοπικό Εναλλακτικό Νόμισμα) που λειτουργεί εντός των ορίων του νομού Μαγνησίας αποτελούν δύο παραδείγματα άυλων νομισμάτων που επιχειρούν να εφαρμόσουν έναν εναλλακτικό τρόπο ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων.
Όπως αναφέρει στη “Μ” ο Σπύρος Γουδέβενος, μέλος του σωματείου “Οβολός Κοινωνικό Νόμισμα”, η φιλοσοφία του εγχειρήματος του οβολού βασίζεται στην ιδέα ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ ατόμων χωρίς τη χρήση ευρώ και έρχεται να δώσει την ελληνική απάντηση στη χρηματοοικονομική κρίση!
Με το ανταλλάξιμο κοινωνικό νόμισμα κάθε πολίτης και κάθε επιχείρηση θα μπορεί να παρέχει υπηρεσίες, να εμπορεύεται, να πουλά και να αγοράζει προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς την ανάγκη χρήσης του ευρώ.
Σκοπός του οβολού είναι να δημιουργήσει ένα υγιές και αυτοδύναμο σύνολο που θα μπορεί να πραγματοποιεί οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των μελών του, χωρίς να επηρεάζεται από τις επιβαρύνσεις του ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Γουδέβενο, ένας οβολός αντιστοιχεί με ένα ευρώ, προκειμένου να διατηρηθεί μία ισορροπία μεταξύ των συναλλασσομένων και να προσδιορίζουν τα μέλη τις τιμές των υπηρεσιών ή προϊόντων που παρέχουν, σύμφωνα με την ισχύουσα αγοραστική τους δύναμη.
Επίσης η χρήση του “νομίσματος” είναι αναγκαία για την ελεύθερη συναλλαγή, χωρίς να υποχρεώνει δύο χρήστες να ανταλλάσσουν αποκλειστικά προϊόντα ή υπηρεσίες μεταξύ τους. Χρεώνονται και πιστώνονται οβολούς, με τους οποίους μπορούν να συναλλάσσονται με τρίτους χωρίς περιορισμούς.
Στον περίπου έναν χρόνο που λειτουργεί ο οβολός έχουν πραγματοποιηθεί 86 συναλλαγές, ενώ συμμετείχαν 156 χρήστες. Οι συναλλασσόμενοι είναι είτε ιδιώτες είτε επαγγελματίες και επιχειρήσεις. Μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του οβολού προσφέρθηκαν και “αγοράστηκαν” επιτραπέζιοι και φορητοί υπολογιστές, μεταχειρισμένα κινητά τηλέφωνα, τραπεζαρία σαλονιού, καρέκλες κουζίνας, οικοσυσκευές, ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών, μαθήματα πληροφορικής, παροχή ιατρικών υπηρεσιών, φυσιοθεραπείες, νομικές υπηρεσίες, λογιστικές υπηρεσίες κλπ.
Ο οβολός αφορά σε όλους τους Έλληνες, αφού η πλατφόρμα συναλλαγών λειτουργεί στο διαδίκτυο (www.ovolos.gr), χωρίς άλλους περιορισμούς.
Οικοκοινότητες στο Πήλιο
Βασική αρχή για την αποανάπτυξη και πρώτο βήμα είναι η τοπικοποίηση, λέει ο πρώην εκπαιδευτικός και νυν οικογεωργός Γιώργος Κολέμπας, συγγραφέας του βιβλίου “Τοπικοποίηση”.
Όπως αναφέρει, τοπικοποίηση είναι η στρατηγική με την οποία θα απαντήσουμε στην “υπαρκτή” παγκοσμιοποίηση και θα επιδιώξουμε τη στροφή σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη, οικολογική κοινωνία της ισοκατανομής, που θα έχει ως κύτταρο την αυτοδύναμη κοινότητα και τον δήμο και θα στηρίζεται στην ομοσπονδιοποίηση δήμων-περιφερειών-εθνών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, περίπου 50 οικογένειες ζουν σε οικοκοινότητες σε διάφορα χωριά του Πηλίου, προωθώντας την οικογεωργία, καταναλώνοντας τοπικά προϊόντα και βιώνοντας μια άμεση δημοκρατία. Οι οικογένειες αυτές αλληλοϋποστηρίζονται, λειτουργώντας βάσει ενός νέου μοντέλου οικογένειας που μοιάζει με τη διευρυμένη οικογένεια, όπου τον ρόλο των συγγενών τον παίζουν οι φίλοι. Οι κοινότητες αυτές αυτοοργανώνονται σε δίκτυα οικοπαραγωγών-οικοκαταναλωτών, με στόχο να διατίθενται απευθείας τα προϊόντα που παράγονται στον τελικό καταναλωτή.
Όπως λέει ο κ. Κολέμπας, ο οποίος είναι μέλος μιας τέτοιας οικοκοινότητας που βρίσκεται στον Άγιο Βλάσιο Πηλίου, εδώ και ένα μήνα στον νομό Μαγνησίας ξεκίνησε τη λειτουργία του το ΤΕΝ (Τοπικό Εναλλακτικό Νόμισμα), που λειτουργεί όπως περίπου ο οβολός. Έχει 300 μέλη μέχρι σήμερα και δίνει πραγματική διέξοδο σε όσους δεν διαθέτουν υψηλά εισοδήματα.
Τι είναι ο Σπόρος
Ο προμηθευτικός συνεταιρισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα “Σπόρος” πιστεύει σε ένα διαφορετικό, εναλλακτικό μοντέλο εμπορίου, που στη θέση του κέρδους βάζει ένα πλήθος στόχων: την αυτονομία και την αξιοπρεπή διαβίωση του παραγωγού, τη βιωσιμότητα της δομής διακίνησης, τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, την ποιότητα και την προσιτή τιμή για τον χρήστη. Τα μέλη του δημιούργησαν ένα δίκτυο εναλλακτικού εμπορίου βασισμένου σε διαφορετικές, όσο γίνεται ανταγωνιστικές και ανεξάρτητες από τις υπάρχουσες δομές.
Καφές από τις ζαπατίστικες κοοπερατίβες της Τσιάπας του Μεξικού, κακάο από την κοοπερατίβα El Ceibo της Βολιβίας, μάτε από το Κίνημα των Χωρίς Γη (MST) της Βραζιλίας και μαύρο τσάι από το κίνημα των Adivasi της Ινδίας είναι μερικά μόνο από τα προϊόντα που προμηθεύει μέσω του κέντρου διακίνησης που διαθέτει.
Τέλος, στις… αποαναπτυξιακές πρωτοβουλίες εντάσσεται και η κίνηση τρικαλινών πολιτών για την αποανάπτυξη και την άμεση δημοκρατία “Από Κοινού”.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Μακεδονία (19/06)

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Συνεταιριστική διαχείριση απορριμμάτων Εναλλακτική λύση ή κερκόπορτα; Του Κώστα Σαμάντη από τη Ρήξη φ. 104

Σε προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας είχε γίνει μια συνοπτική παρουσίαση της Λακωνικής Βιοενεργειακής Α.Ε., μιας εταιρείας η οποία λειτουργεί στη βάση ενός πρότυπου συνεταιριστικού μοντέλου και σκοπό έχει την ορθολογική διαχείριση των απορριμμάτων στη Λακωνία. Το συγκεκριμένο ζήτημα όμως δεν εξαντλείται στο συνεταιριστικό χαρακτήρα της εταιρείας, αλλά συναρτάται τόσο με το ζήτημα της συνολικής διαχείρισης των απορριμμάτων όσο και, ή μάλλον κυρίως, με την υποχρέωση της τοπικής αυτοδιοίκησης στην ανάληψη της συγκεκριμένης ευθύνης. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.


Η Λακωνική Βιοενεργειακή Α.Ε ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 2011 ως μία εταιρεία συνεργατικής βάσης. Συγκεκριμένα 30 εταίροι κατέβαλαν 2.000 ευρώ έκαστος, συγκεντρώνοντας το ποσό των 60.000 ευρώ ως αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Πρόθεση της εταιρείας είναι η συμμετοχή σε αυτήν ει δυνατόν και των 90.000 κατοίκων της Λακωνίας, οι οποίοι, με την αγορά έστω και μία μετοχής των 50 ευρώ, θα μπορούν να είναι συμμέτοχοι σε αυτό το συνεταιριστικό εγχείρημα.

Ήδη αναλόγου τύπου εγχειρήματα έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας όπως είναι η Τρίπολη, η Μύκονος, η Τήνος και εσχάτως η Πάτρα. Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα ο Δήμος Ευρώτα προσχώρησε στο πρόγραμμα της Λακωνικής Βιοενεργειακής.

Η αρχική επιθυμία η οποία οδήγησε στην ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η εναντίωση στην πρόθεση του «καντονάρχη» Πελοποννήσου κ. Πέτρου Τατούλη να επιβάλει ως μοναδική λύση διαχείρισης των απορριμμάτων την καύση, με προβλεπόμενο κόστος επένδυσης άνω των 500.000.000 ευρώ και χωρίς πρόβλεψη της διαχείρισης των υπολειμμάτων καύσης

Σκοπός και αντικείμενο της εταιρείας είναι η πλέον οικολογική και ήπια διαχείριση των απορριμμάτων για παραγωγή βιοαερίου, θερμότητας και λιπάσματος από τα οργανικά μέρη των απορριμμάτων και μια απόλυτα ορθολογική και προσοδοφόρα διαχείριση των ανακυκλώσιμων υλικών με διαλογή στη πηγή.

Μέχρις εδώ καλά. Αξίζει όμως να μπούμε λίγο κάτω από την επιφάνεια αυτού του αξιολογότατου κατά τα άλλα, συνεταιριστικού εγχειρήματος. Όπως μπορεί κανείς να διαβάσει στη σχετική ιστοσελίδα της εταιρείας : «Τα δημοτικά τέλη του δήμου για την αποκομιδή θα τεθούν υπό αμφισβήτηση μόλις είμαστε σε θέση (σύντομα) και με άδεια κομποστοποίησης. Ως πολίτες θα έχετε επιλέξει τον δικό σας πάροχο αποκομιδής απορριμμάτων και δεν θα έχει λόγο ο δήμος να εισπράττει τέλη από εσάς.»

Κι εδώ ακριβώς προκύπτουν οι ενστάσεις σχετικά με το όλο ζήτημα. Σε παλαιότερο άρθρο έχουμε υποστηρίξει ότι η διαχείριση των απορριμμάτων σε κάθε μορφή της, αλλά με σκοπό και κατεύθυνση την όσο το δυνατόν πιο φιλική προς το περιβάλλον διαχείρισή τους, με ό,τι αυτό σημαίνει (επαναχρησιμοποίηση, διαχωρισμός, μείωση του όγκου, ανακύκλωση, κομποστοποίηση, επανάκτηση κ.λ.π.), δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστική ευθύνη του δημοσίου και, πιο συγκεκριμένα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

Είχαμε αναφερθεί στο παράδειγμα της Νέας Σμύρνης όταν, επί δημαρχίας Σιότροπου, είχε γίνει μια προσπάθεια εκχώρησης της αποκομιδής των απορριμμάτων σε ιδιώτες (εργολάβους ή συνεταιριστές, λίγη σημασία έχει). Η ανάληψη της συγκεκριμένης δραστηριότητας, στο οικονομικό ύψος που το διαχειριζόταν ο δήμος, οδήγησε την εταιρεία ύστερα από κάποιους μήνες στην εγκατάλειψή της, μιας και τα κέρδη δεν ήταν αυτά που είχε υπολογίσει. Στο ενδιάμεσο όμως, οι υποδομές του δήμου (κάδοι, απορριμματοφόρα, εργάτες καθαριότητας) είχαν απαξιωθεί, με αποτέλεσμα, επειδή δεν υπήρχε μηχανισμός αποκομιδής, ο δήμος να βουλιάξει κυριολεκτικά στο σκουπίδι και να προσπαθεί να κάνει κακήν κακώς τη δουλειά του προστρέχοντας σε γειτονικούς δήμους, μέχρι να στηθεί ο μηχανισμός αποκομιδής ξανά από την αρχή. Λογικό. Μια εταιρεία η οποία μπαίνει σε αυτόν το χώρο δεν μπορεί παρά να έχει στο μυαλό της την κερδοφορία, ασχέτως του χαρακτήρα αυτής της ίδιας εταιρείας. Είτε λοιπόν θα αποδεχθεί την αποκομιδή με χαμηλή ανταπόδοση (όπως κάνουν αυτή τη στιγμή οι δήμοι), πράγμα που θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε χρεοκοπία είτε, με την πρώτη ευκαιρία, θα αυξήσει αυτή την ανταπόδοση, θα αυξήσει δηλαδή τα κέρδη για την ίδια και το κόστος για τον δημότη.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, ο τομέας της διαχείρισης των απορριμμάτων θα αναδειχθεί στο χρυσοφόρο τομέα για τους μεγαλοεργολάβους στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτό οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να διεκδικήσουν σθεναρά η διαχείριση αυτή να παραμείνει υπό την ευθύνη τους και ταυτόχρονα να προχωρήσουν σε σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης των απορριμμάτων σε μια οικολογική, οικονομική και κοινωνική κατεύθυνση, όπως αναφέραμε και πιο πάνω.
Με αυτά τα δεδομένα, η όποια προσπάθεια ανάληψης αυτής της ευθύνης από ιδιώτες, είτε εργολάβους είτε συνεταιριστικές επιχειρήσεις, δεν είναι παρά μια ακόμη ιδιωτικοποίηση δημόσιας υπηρεσίας, μία ακόμα από τις δεκάδες οι οποίες έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας λόγω μνημονίων. Και σε αυτό το πλαίσιο, ο κοινωνικός χαρακτήρας των συνεταιριστικών επιχειρήσεων μπορεί να λειτουργήσει ως κερκόπορτα για την άλωση του δημόσιου αυτού τομέα και με τους μεγαλοεργολάβους να καιροφυλακτούν στη γωνία. Επαφίεται στη θέληση των δήμων να αναλάβουν τις ευθύνες τους.