Αναστάσιμες κοινότητες
Συγγραφέας: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
Από την κοινωνία των εορτών, στην κοινωνία της καθημερινής δουλείας
Όταν ήμουν μικρό παιδί, συνηθίζαμε τις γιορτές να πηγαίνουμε στο χωριό της μητέρας μου, για να εορτάσουμε με τον παππού και την γιαγιά το Πάσχα. Ο παππούς, όλο καμάρι με έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε πάνω κάτω στην αγορά του χωριού. Στα καλντερίμια και στις γειτονιές που μύριζαν γιασεμί και βασιλικό, ανθρώπινες μουρμούρες και συντροφιά, πολλές μα πάρα πολλές μυρουδιές από τις κουζίνες των νοικοκυράδων, που περνούσε από την κουζίνα τους όλη η φιλοσοφία της Ρωμιοσύνης. Όμορφα χρόνια. Γεμάτα θαλπωρή για τυραννισμένες ψυχές όπως και τη δική μου.
Ο παππούς έκανε όλα αυτά τα δρομολόγια για δυο λόγους. Ο ένας γιατί χαιρόταν τη βόλτα με τον εγγονό του. Και ο άλλος για να με παρουσιάσει στους συγχωριανούς, να δείξει τις σελίδες της προσωπικής του «αθανασίας» μέσα στον χώρο και τον χρόνο.
-«Χριστός Ανέστη, Μιχάλη».
-«Αληθώς Ανέστη ο Κύριος…. Μανώλη... Ίντα κάνεις, ίντα γίνεται;»
-«Δόξα τω Θεώ, όλα καλά, εσείς; Μα ετούτονα το κοπέλι που βαστά από την χέρα ποιανού είναι;
-«Της θυγατέρας μου είναι, από τη χώρα», έλεγε ο παππούς και φούσκωνε η ψυχή του ικανοποίηση. Το έβλεπα στα μάτια του, το ένιωθα στα χέρια του που με κρατούσαν με περίσσια στοργή.
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση, πέρα από την χαρά του παππού σε εκείνες τις βόλτες στην αγορά και στα στενοσόκακα του χωριού, ήταν η δυναμική, χαρούμενη ιαχή από τα χείλη των ανθρώπων και την καρδιά αρκετών.
«Χριστός Ανέστη!!! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!!!»
Σαν παιδί της πόλης μου φαινόταν πολύ παράξενο, αλλά μου άρεσε. Μου έδινε την αίσθηση μιας διάχυτης χαράς. Ενός πανηγυριού που δεν έλεγε να σταματήσει. Που δεν το χόρταινε η ανθρώπινη λαλιά, τα νοήματα και τα ρήματα, μα κυρίως η καρδιά. Η εσώτερη πληροφορία. Λαχτάρα και πεθυμιά φανέρωνε στα πρόσωπα εκείνων που δεν υπάρχουν πια. Ένας πολιτισμός και ένα πολιτιστικό βίωμα που σιγά σιγά αργοπεθαίνει, χάνεται μαζί με όλη την ομορφιά και τον υπαρξιακό πλούτο του.
Ο παππούς μου με συμβούλευε ζηλωτικά, σαν μ’ έστελνε να πάρω πράμα ψιλικά από την αγορά:
- Γιάε, όποιον και να συναντήσεις στον δρόμο, δεν θα του λες καλημέρα και καλησπέρα σας, ούτε γεια σας και χρόνια πολλά. Μονάχα Χριστός Ανέστη θα λες!!!!!! Και άμα προλάβει και σ’ το πει πιο μπροστά ο άλλος, θα απαντάς, Αληθώς Ανέστη!!!! Πρόσεχε γιατί επαέ τα παρατηρούνε!!!!!! Ε, και πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό; ρώταγα. Για 40 μέρες. Αααα, μάλιστα. Εντάξει… έλεγα και έφευγα βολίδα για την αγορά με τα πολλά καφενεία και τα πολύχρωμα μαγαζάκια. Τους παράξενους αλλά συμπαθητικούς εμπόρους τους.
Έτσι και έκανα μαζί με τα σάλτα και τις άλλες κουζουλάδες που κάνει κάθε μικρό κοπέλι στους δρόμους, σαν το στείλουν για δουλειές οι πιο μεγάλοι.
Σήμερα, μετά σχεδόν από 24 χρόνια, όλα είναι τελείως διαφορετικά!!!!!
Καταρχήν δεν είμαι πια κοπέλι, τουλάχιστον στην ηλικία. Δεν μένω πλέον στην πόλη, αλλά στο χωριό του παππού. Είμαι παπάς σε αυτό το χωριό που έκανα τις διακοπές μου και έπαιζα στα σοκάκια του. Βλέπω και μιλάω με ανθρώπους στα καλντερίμια και τα ποταμάκια που μπάζωσαν οι εκσυγχρονιστάδες πολιτικοί των Αθηνών. Και το πιο πένθιμο υπαρξιακά, ελάχιστοι έως κανείς δεν λέει πλέον το Χριστός Ανέστη!!!! Όλοι λένε Χρόνια Πολλά!!! Και το πανηγύρι τελειώνει με το πρώτο φιλί το βράδυ της Ανάστασης στην αυλή της εκκλησίας. Όχι ως βίωμα, αλλά ως συνήθεια και κοινωνική σύμβαση.
Η ευρωλαγνεία και η δημιουργία αίσθησης φτωχού συγγενή, που επί χρόνια καλλιεργήθηκε και με ανορθόδοξο τρόπο προωθήθηκε, διαμέλισε τον κοινωνικό και πολιτισμικό ιστό της ελληνικής κοινωνίας. Έφερε τέτοιο βαθμό αλλοτρίωσης και αποξένωσης από τη φύση και την εμπειρία της ιδιοπροσωπίας μας, ώστε σήμερα να διερωτάσαι εάν το Πάσχα που γιορτάσαμε στα χωριά μας είναι το Πάσχα των Ελλήνων (όχι φυλετικά, αλλά πολιτισμικά) ή μια κακέκτυπη γελοιογραφία μιας ευρωπαϊκής ξενέρωτης γιορτούλας, δίχως εκκλησιολογικά, κοινοτικά, ρωμαίικα υπαρξιακά στοιχεία που δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε το «Χριστός Ανέστη» να είναι μια πρόταση ζωής με πληρότητα νοήματος και συγχρόνως μια εναλλακτική κατάφαση απέναντι στο αδιέξοδο του δυτικού, φιλελεύθερου τεχνοκρατικού «εκσυγχρονισμού» που παράγει μηδενισμό, ατομικότητα, κοινωνική και οικολογική βία.
Τελείως εμπειρικά μιλώντας, ούτε καν θεολογικά, μια και η θεολογική ανάλυση και μεθοδολογία και επιστημολογία με κουράζει, εκείνο που μπορώ να καταθέσω χωρίς να διεκδικώ την αντικειμενικότητα της αλήθειας ή την απολυτότητα της ερμηνείας επάνω στην εμπειρία, είναι ότι προτιμώ έναν κόσμο, μια κοινωνία που επί 40 μέρες χαίρεται, πανηγυρίζει, γιορτάζει και χρησιμοποιεί μια βαθύτατη υπαρξιακή ομολογία και αναζήτηση ως χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη» από την κοινωνία του αστικοποιημένου χριστιανισμού, του ευρωπαϊκού και ξενόφερτου ραγιαδισμού, του φτωχού συγγενή και της χαμένης ιδιοπροσωπίας, μοναδικότητας και ετερότητας των λαών.
Προτιμώ μια κοινωνία που στον χαιρετισμό της κρύβει ελπίδα, αισιοδοξία, προσδοκία, αναμονή και προοπτική, από τον σημερινό μηδενισμό της ολικής κατάρρευσης. Έναν χαιρετισμό που ακροβατεί υπαρξιακά μεταξύ ζωής και θανάτου. Που μιλάει τη γλώσσα του Αλλιώς, του Επέκεινα.
Δεν αναζητώ μια εορταστική ευγένεια. Έναν κοινωνικό καθωσπρεπισμό δίχως υπαρξιακό προσδιορισμό, αλλά μονάχα ευγένεια και κοινωνικό ψέμα.
Αναπολώ την κοινωνία των εορτών, του πανηγυριού, από εκείνη της καθημερινής δουλειάς-δουλείας, στον χρόνο, το χρήμα, στα αφεντικά του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού και «ανάπτυξης». Που καθημερινά κλέβουν αργίες και εορτές από την ανθρώπινη ζωή και βίο, για να δώσουν «ανάπτυξη» και τεχνοκρατική δομή στην κοινωνία της χρηστικότητας και της ανθρώπινης κυριαρχίας επί των πραγμάτων, της κτίσης και της φύσης. Ένα σύστημα που δομήθηκε και συνεχίζει να επιζεί βασισμένο στην αιμοβόρα απορρόφηση των προσώπων, των πολιτισμών, της ιστορίας και γενικά της ανθρώπινης ψυχής και ζωής.
Η αναζήτηση της «ουτοπίας», της εναλλακτικής κοινωνικής δομής, είναι δικαίωμα κάθε ελεύθερου ανθρώπου που έχει αποτινάξει δεσμά και συρματοπλέγματα από τον νου και τη σκέψη του. Ακόμη και εκείνα –τα χειρότερα– της «αντικειμενικότητας», της «προόδου» και του «εκσυγχρονισμού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου