Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013
Των Ελλήνων οι κοινότητες
Αν ανατρέξομε στην ελληνική
ιστορία θα διαπιστώσουμε πως οι περίοδοι της ακμής και της υψηλής δημιουργικής
δραστηριότητας των Ελλήνων υπήρξαν εκείνες που διαπνέονταν από το κοινοτικό
πνεύμα και ήθος. Ο ελληνισμός της αρχαιότητας, μέχρι τους
ελληνιστικούς χρόνους, θα συγκροτείται από πόλεις-κράτη, –πάνω από εφτακόσια–,
ενώ στην πρόσφατη ιστορία μας, στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι το
1922, και πάλιν οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά στην ακμή του νεώτερου ελληνισμού. Η
συγκρότηση μεγαλυτέρων κρατικών οντοτήτων, είτε στους ελληνιστικούς χρόνους και
στο Βυζάντιο –με την σταδιακή ελληνοποίηση της Ανατολικής ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας– είτε στο σύγχρονο ελληνικό έθνος κράτος, στα οριστικά ελλαδικά
σύνορά του, μετά το 1922, ενώ αποτέλεσε συχνά μία αδήριτη ιστορική ανάγκη, στο
βαθμό που αντιπαρατέθηκε στο
κοινοτικό πνεύμα σημάδεψε μια απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού
πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν
και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα και ευρύτερα μέσα
από κοινοτικές δομές, ενώ αντίθετα νεκρώνονται στις συνθήκες των συγκεντρωτικών και
γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων.
Παρόλο που δεν υπάρχουν αυστηρές τυπολογίες εθνών και
παραδόσεων, ωστόσο κάθε έθνος περιοχή ή τύπος παραδόσεων συναρτάται με
ορισμένες πολιτικές ή πολιτειακές μορφές που σφραγίζουν τον εθνικό ή τοπικό
χαρακτήρα των συλλογικών υποκειμένων. Έτσι η Κινεζική παράδοση π.χ. είναι
παράδοση αυτοκρατορική και συγκεντρωτική. Και το ίδιο σε άλλη κλίμακα ισχύει
για τη γαλλική. Η ρωσική παράδοση είναι ταυτοχρόνως συγκεντρωτική-δεσποτική
και κοινοτιστική. Η ελβετική είναι κοινοτιστική και αποκεντρωτική.
Και το ίδιο ισχύει για τον Καναδά ή την Ινδία σε διαφορετικό βαθμό. Η εβραϊκή και η ελληνική παράδοση είναι κατ’ εξοχήν κοινοτικές και κοινοτιστικές, αλλά με
αρκετά διαφορετικό τρόπο. Στους Εβραίους, οι κοινότητες, ήδη από την εξορία στη
Βαβυλώνα, για δυόμισι χιλιάδες χρόνια περίπου, είναι κοινότητες των πόλεων και
σχεδόν ποτέ εθνοτικά αμιγείς. Οι εβραϊκές κοινότητες είναι κοινότητες μειονοτικές,
στα πλαίσια άλλων πλειοψηφικών εθνοτήτων και εθνών. Δεν περιλαμβάνουν
αγροτικούς πληθυσμούς και συγκροτούνται από κοινότητες εμπόρων, βιοτεχνών και
εργατών[1]. Οι ελληνικές κοινότητες από την
αρχαιότητα είναι αγροτικές και αστυκές ταυτόχρονα. Οι αρχαίες πόλεις-κράτη
είναι αγροτικά και “αστυκά” μορφώματα και γι’ αυτό δεν χαρακτηρίζονται από τη
διχοτόμηση πόλης και υπαίθρου που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι
αγρότες, οι βιοτέχνες και οι έμποροι είναι εξ ίσου πολίτες της αρχαίας πόλης.
Και το ίδιο θα επαναληφθεί στην δεύτερη μεγάλη κοινοτική περίοδο της ιστορίας
μας, την εποχή της τουρκοκρατίας. ΣταΑμπελάκια, τα Ζαγοροχώρια και αλλού θα συνδυάζονται οι αγροτικές
με τις δευτερογενείς (βιοτεχνία-κατασκευές) και τις τριτογενείς δραστηριότητες
(εμπόριο). Παράλληλα βέβαια υπάρχουν και άλλες μορφές κοινότητας –αποκλειστικά
αστυκές– όπως συμβαίνει με τις παροικίες –στα Βαλκάνια, την Αυστροουγγαρία και
αλλού στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου– ή μεταλλευτικού –πχ. Μαντεμοχώρια–
ή ναυτικού τύπου –τα ναυτικά νησιά, κλπ. κλπ. ή ακόμα και στρατιωτικού, όπως οι
Σουλιώτες ή οι αρματολοί και οι κλέφτες. Πάντως ο πυρήνας της ελληνικής
κοινότητας και στην αρχαιότητα και στη νεώτερη Ελλάδα είναι μια κοινότητα πολλαπλών δραστηριοτήτων ενταγμένη σε ένα
συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο.
Αυτό το κοινοτικό αποκεντρωτικό πνεύμα της μακράς
ελληνικής παράδοσης εκκινά από γεωγραφικό-ιστορικούςπαράγοντες
–διάσπαρτη γεωγραφικά δομή του ελληνικού χώρου, νησιά, μικρές κοιλάδες,
οροπέδια, ορεινή συγκρότηση και πολλαπλή φυλετική συγκρότηση, παράδοση
εξισωτισμού των ελληνικών φύλων– και καταλήγει στην ιδιαίτερη διαμόρφωση του
ελληνικού “δαιμονίου”, που κινητοποιείται και αναπτύσσεται σε μικρά σχήματα και
μονάδες, ενώ παραλύει μέσα σε μεγα-σχηματισμούς και γραφειοκρατικά δομημένα
σύνολα.
Σε περιόδους που το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον
συγκροτεί μεγάλες ενότητες –ελληνιστικοί χρόνοι, ρωμαιοκρατία, βυζάντιο– αυτό
το κοινοτιστικό ήθος θα “δραπετεύει” σε άλλες μορφές κοινότητας, τις
θρησκευτικές, είτε σε μικρότερες μονάδες –και κατ’ εξοχήν στην οικογένεια. Όταν
η “εκκλησία του Δήμου” ως πολιτειακή μορφή θα υποχωρήσει, θα
αναπτυχθεί η χριστιανική “εκκλησία” ως χώρος αυτοδιοικούμενος και
αυτοδιαχειριζόμενος, που για αρκετούς αιώνες θα εκλέγει τους κληρικούς και θα
συγκεντρώνει την πνευματική δραστηριότητα των Ελλήνων. Τοκοινοτικό
πνεύμα θα επιβιώνει στα
μοναστήρια, στις ομάδες των παρανόμων, στις κτηνοτροφικές και νομαδικές
κοινότητες, και θα αναπαράγεται εν σμικρογραφία στην ευρύτερη οικογένεια που θα
λειτουργεί ως μία κοινότητα, με τις ιεραρχήσεις της και την εσωτερική της
συγκρότηση. Το ιδιαίτερο βάρος της κοινοτιστικής παράδοσης των Ελλήνων αντανακλάται
και στην ιεραρχική συγκρότηση της ελληνικής ορθοδοξίας. Εδώ οι κατά τόπους
επίσκοποι είναι ουσιαστικώς αυτόνομοι και δεν υπάρχει η αυστηρή και πυραμιδική
ιεραρχία της καθολικής εκκλησίας[2]. Δηλαδή ακόμα και στις περιόδους που η
κοινότητα τίθεται εκποδών στο θεσμικό επίπεδο, το κοινοτικό ήθος αναπτύσσεται
μέσα από δρόμους πολλαπλούς έστω και σκολιούς, διότι είναι στενότατα
συνδεδεμένο με την ιδιοπροσωπία των Ελλήνων.
Ακμή και παρακμή του νεοελληνικού κοινοτισμού
Όταν, αργότερα, στις συνθήκες της τουρκοκρατίας, θα
δοθεί εκ νέου η δυνατότητα για την ανάπτυξη των κοινοτήτων, το κοινοτικό ήθος
θα εκδιπλωθεί και πάλιν ακέραιο και θα επιτρέψει την μεγάλη πολιτιστική
αναγέννηση που από τα 1700 έως το 1922 θα σφραγίσει τον νεώτερο ελληνισμό.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κατ’ εξοχήν
φορο-εισπρακτικές σχέσεις με ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χώρου. Ενδιαφερόταν
για την είσπραξη των φόρων και κατά συνέπεια η κοινοτική οργάνωση των ραγιάδων
αποτελούσε μάλλον εγγύηση και πλεονέκτημα γι’ αυτήν. Επί πλέον ο
περιορισμός των κατακτητών, κυρίως στις διοικητικές και στρατιωτικές
δραστηριότητες, άφηνε ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη βιοτεχνικών, εμπορικών
και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στις επι-μέρους εθνότητες, ιδιαίτερα στους
Έλληνες, τους Εβραίους, τους Αρμένιους. Τέλος η πολυεθνική και πολυεθνοτική
συγκρότηση της αυτοκρατορίας, και κατ’ εξοχήν στις μεγάλες πόλεις, ευνοούσε την
συγκρότηση των πληθυσμών κατά κοινότητες. Έτσι το κοινοτικό πνεύμα και η
κοινοτική μορφή οργάνωσης κυριαρχούν σε όλα τα πεδία. Η ανάπτυξη του ναυτικού θα γίνει με κοινοτικές-συνεργατικές
μορφές (αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα εξισωτικές˙ ο καπετάνιος-πλοιοκτήτης
παίρνει περισσότερα μερδικά από τους απλούς ναύτες, ωστόσο η συνεταιριστική
μορφή παραμένει κυρίαρχη.) Τον ίδιο θα συμβεί με το τσελιγκάτο, στην
κτηνοτροφία, με τις στρατιωτικές κοινότητες των Σουλιωτών και των Μανιατών, με
τις κοινότητες των Ελλήνων στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Οι κοινότητες θα
δημιουργήσουν τα σχολεία και τα πρώτα νοσοκομεία, και θα επιβάλλουν ακόμα και
το δίκαιό τους, παράλληλα με το Οθωμανικό ή το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ακόμα και
στην Επανάσταση του 1821 η κύρια μορφή οργάνωσης των ένοπλων δυνάμεων, θα είναι
κοινοτική.
Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι στα πρώτα Συντάγματα
αναγνωρίζεται η σημασία και ο ρόλος της κοινότητας, όπως επίσης και από την
διακυβέρνηση του Καποδίστρια, μέχρι την Ε’ Εθνοσυνέλευση το 1832, και γίνεται
μια προσπάθειασυγκερασμού κοινοτικής
και συγκεντρωτικής οργάνωσης, στη συνέχεια, η βαυαροκρατία θα εγκαθιδρύσει ένα
καθεστώς που θα βρίσκεται στον αντίποδα της παλιάς κοινοτικής οργάνωσης. Και
αυτό το καθεστώς θα παραμείνει αναλλοίωτο μέχρι το 1912, ξεριζώνοντας βίαια την
κοινοτική παράδοση της χώρας. Οι δημοτικοί θα διορίζονται και η κοινότητα θα λειτουργεί
ως κρατική διοικητική υποδιαίρεση. Μόνο με το Σύνταγμα του 1912, μετά την
επανάσταση του 1909, και από το 1925 και μετά, το Σύνταγμα θα αναγνωρίσει την
σημασία της κοινότητας και θα αναθέσει στο κράτος μόνο την εποπτεία στους
κοινοτικούς και δημοτικούς οργανισμούς. Όμως μετά τον πόλεμο και ως συνέπεια
του εμφυλίου, το σύστημα θα γίνει και πάλι απόλυτα συγκεντρωτικό, με
αποκορύφωμα το χουντικό Σύνταγμα του 1968. Η εκπαίδευση θα αφαιρεθεί σε όλες
τις βαθμίδες της από τις κοινότητες, καθώς και πολλοί οργανισμοί κοινής
ωφέλειας (οργανισμοί ηλεκτροδότησης, συγκοινωνιών, κλπ.). Το συγκεντρωτικό
κράτος θα στηριχτεί πλέον και στην πληθυσμιακή και οικονομική συρρίκνωση των κοινοτήτων
και θα ταυτιστεί με το Αθηνοκεντρικό κράτος. Αν η Αθήνααντιπροσώπευε
κάποτε ένα πολλοστημόριο του συνολικού πληθυσμού και μέχρι το 1941 δεν θα
ξεπερνά το 10% του συνόλου, στα 2001 θα αντιπροσωπεύει το 35-40% και οι
αγροτικές κοινότητες –ιδιαίτερα οι ορεινές–, βάθρο του αρχέγονου κοινοτισμού,
θα συρρικνωθούν μέχρις εξαφανίσεως. Η είσοδος εκατομμυρίων προσφύγων, μετά το
19222, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, η καταστροφή των παλιών
συνοικιών και της γειτονιάς, η μαζική είσοδος ξένων μεταναστών από τα μέσα της
δεκαετίας του 1980, η εκβιομηχάνιση και η αυξανόμενη διαφοροποίηση χώρου
κατοικίας και χώρου εργασίας στις μεγαλουπόλεις, αποτέλεσαν παράγοντες παραπέρα
αποσύνθεσης της παραδοσιακής κοινοτικής δομής .
Ένας επί πλέον αποφασιστικός παράγων για την υποχώρηση
του κοινοτικού ήθους υπήρξε η καταστροφή του ευρύτερου ελληνισμού, που
συντηρούσε την κοινοτική παράδοση έξω από το ελλαδικό κράτος. Οι κοινότητες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, –στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία– της Αιγύπτου, της
Μέσης Ανατολής, της Μεσευρώπης, της Νότιας Ρωσίας, η μια μετά την άλλη, θα
συρρικνωθούν βίαια ή σταδιακά, από το 1914 και στο εξής, διαδικασία που θα
συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, με το ξερίζωμα των Βορειοηπειρωτών και των
Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Και αυτές οι κοινότητες του ευρύτερου
ελληνισμού συνέχιζαν μια παράδοση τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρόνων που φαίνεται
να οδηγείται στο οριστικό τέλος της. Οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, ιδιαίτερα η
Οθωμανική, επέτρεπαν την επιβίωση των διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών
κοινοτήτων ή μιλέτ. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ το 1864 με το νέο Σύνταγμα
στην Ελλάδα αγνοούνταν πανηγυρικά ο ρόλος των κοινοτήτων, την ίδια στιγμή, το
1865 το Οθωμανικό Σύνταγμα αναβάθμιζε το ρόλο των νομαρχιών, ενώ οι κοινότητες
συνέχιζαν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια,
τη θρησκεία κ.λπ. που το κεντρικό κράτος εγκατέλειπε στα χέρια των κοινοτήτων.
Αντίθετα τα νέα εθνικά κράτη συγκροτήθηκαν ακριβώς επί τη βάσει της συντριβής
των κοινοτήτων, εξέλιξη που για έναν λαό “κοινοτικό”, όπως οι Έλληνες, υπήρξε
καθοριστικό. Ησυρρίκνωση του
ελληνισμού υπήρξε ταυτόσημη με την κατάρρευση των κοινοτήτων και του
αντίστοιχου ήθους.
Έτσι, στο εσωτερικό του ελλαδικού κράτους ο
συγκεντρωτισμός και έξω από αυτό ή συρρίκνωση του ελληνισμού, θα συμβάλλουν,
μέχρι τις μέρες μας, στην υποχώρηση του παραδοσιακού κοινοτισμού.
Από πρώτοι… έσχατοι
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράδοξη, από πρώτη
άποψη εικόνα. Ένας λαός κατ’ εξοχήν κοινοτικός, όπως ο ελληνικός, εισάγοντας το
δυτικό –ευρωπαϊκό– συγκεντρωτικό πρότυπο διακυβέρνησης, που στηρίζεται στο
κοινοβουλευτικό ατομοκρατικό σύστημα δημοκρατίας, διαθέτει τους ασθενέστερους
κοινοτικούς θεσμούς από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως και από τις χώρες του
Τρίτου Κόσμου!
Σε ότι αφορά στις ευρωπαϊκές χώρες, ο βαθμός του
συγκεντρωτισμού είναι μικρότερος: Το Παρίσι και το Λονδίνο φθάνουν μόλις το 20%
του συνολικού πληθυσμού Γαλλίας και Αγγλίας˙ η περιφερειακή οργάνωση του
κράτους εδραία – από τα γερμανικά και ισπανικά ομόσπονδα κράτη έως τις ιταλικές
περιφέρειες˙ και οι κοινοτικοί θεσμοί κάθε είδους ασύγκριτα ισχυρότεροι – από
τις δημοτικές επιχειρήσεις έως τους πανίσχυρους σκανδιναβικούς και ελβετικούς
συνεταιρισμούς και τις εναλλακτικές επιχειρήσεις της Γερμανίας και τις
οικολογικές οργανώσεις με τα εκατομμύρια μέλη της Βρετανίας. Και αυτό διότι οι
κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών λαών, όπου οι
παραδοσιακές κοινότητες συρρικνώθηκαν πολύ ενωρίτερα από την Ελλάδα, –ήδη από
την εποχή του διαφωτισμού– αποκρυσταλλώθηκαν σε νέα κοινοτικά ή κοινοτιστικά μορφώματα που αντιστρατεύονται την
ισοπεδωτική λογική του κεφαλαίου.
Στις χώρες του Τρίτου
Κόσμου, το παλιό
κοινοτικό πνεύμα είναι ακόμα πολύ ισχυρότερο, διότι η αποσύνθεση που έχει
υποστεί από τη λογική του κεφαλαίου μικρότερης κλίμακας και έκτασης απ’ ότι
στην Ελλάδα. Ομουσουλμανικός κόσμος
διέπεται από ένα πανίσχυρο κοινοτιστικό ήθος θρησκευτικού χαρακτήρα που
διατηρεί τη συνοχή της κοινωνίας και αντιτάσσει την κοινοτική θρησκευτική
αλληλεγγύη στις δυτικές αξίες (βλέπε τα δίκτυα αλληλεγγύης της “Χαμάς”, τις
ισλαμικές τράπεζες, το Ιράν, την εφαρμογή του “ζακάτ” στο Ιραν, κλπ). Στη Λατινική Αμερική συνδυάζονται οι παλιές κοινοτικές
αρχές των ινδιάνικων κοινοτήτων με τη “θεολογία της απελευθέρωσης”, τις
ευαγγελικές και προτεσταντικές αιρέσεις και τα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα
(χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα κινήματα των Ινδιάνων Ζαπατίστας, η ιδεολογία
του Τσάβες στη Βενεζουέλα, του Κόμματος Εργασίας στη Βραζιλία). Στην Ινδία και τη Νοτιοανατολική Ασία –Μπάγκλα Ντες, Μαλαισία, Ινδονησία, Σρι
Λάνκα– η αγροτική κοινότητα είναι πανίσχυρη ακόμα και έχουν δημιουργηθεί
ρωμαλέα κινήματα για την υποστήριξη των κοινοτήτων –η Γκράνμεν Μανκ στο Μπάγκλα
Ντες που δανείζει και υποστηρίζει εκατομμύρια φτωχούς αγρότες είναι μόνο ένα
παραδειγμα. Η μαύρηΑφρική εξακολουθεί
να ζει ακόμα εν πολλοίς σε μια κοινοτική μορφή στο υπόβαθρο της οποίας
αναπτύσσονται νέες μορφές κοινοτικής αλληλεγγύης.
Το ελληνικό παράδοξο
Η Ελλάδα
–και ίσως το σύνολο του “ορθόδοξου ευρωπαϊκού χώρου”– αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση και ένα
“μυστήριο” για την παραδοσιακή κοινωνιολογική σκέψη. Η καταστροφή του
κοινοτικού ήθους δεν θα πραγματοποιηθεί μέσα από την άμεση ξένη κατάκτηση και
αποικισμό –αντίθετα την εποχή της ξένης κατάκτησης θα ανθίσουν οι κοινότητες–,
αλλά μέσα από την εθελούσια προσχώρηση των ελίτ και των “λογίων”
του ελληνικού κράτους στο δυτικό υπόδειγμα. Ο ελληνικός κοινοτισμός θα
καταρρεύσει όταν το ελληνικό έθνος θα αντιπαρατεθεί με την ανάγκη δημιουργίας
ευρύτερων συσσωματώσεων, είτε στους αρχαίους χρόνους, είτε –κατ’ εξοχήν και
παραδειγματικά– μετά την επανάσταση του 1821. Το κοινοτικό πνεύμα θα εκφυλίζεται σε πνεύμα διάσπασης, αντιπαράθεσης και
εμφυλίου, ενώ ο συγκεντρωτικός δεσποτισμός της βαυαροκρατίας και γενικότερα του
νεωτερικού έθνους-κράτους θα εμφανίζεται ως το μόνο αντίδοτο στις “διαλυτικές”
εκφάνσεις του εκφυλισμού του κοινοτικού πνεύματος. Η Αθηναϊκή ομοσπονδία θα
μεταβληθεί σε Αθηναϊκή τυραννία στην αρχαία
Ελλάδα, ενώ η καποδιστριακή απόπειρα ενός συγκερασμού εθνικού κράτους
και κοινότητας θα αποδειχτεί βραχύβια και θα λήξει τραγικά μέσα από την
δολοφονία του κυβερνήτη. Εν τέλει θα επιβληθεί ένα μοντέλο συγκεντρωτικού
κράτους που θα βρίσκεται στον αντίποδα της κοινοτικής οργάνωσης, και το οποίο
σταδιακώς θα συρρικνώσει τις δυνάμεις του ελληνισμού, παρόλο που το
έθνος-κράτος θα εμφανίζεται ταυτόχρονα ως η μόνη καταφυγή για τη διάσωση του,
σε έναν κόσμο που θα κυριαρχείται από τα έθνη κράτη και θα αποκλείει την
κοινοτική μορφή οργάνωσης.
Η εποχή των εθνών-κρατών, στον 19ο και κατ’ εξοχήν τον 20ό αιώνα, θα
συνοδευτεί με την κυριολεκτική κατάρρευση του κοινοτικού ήθους και –πράγμα
ταυτόσημο– της ισχύος και της επιρροής του ελληνισμού. Αυτή η συρρίκνωση θα
συμβάλει αποφασιστικά και στην μεταβολή του κοινοτικού ήθους σε έναν
διεστραμμένο οικογενειοκρατικό
ατομισμό, ως υποκατάστατου του κοινοτικού ήθους. Το κοινοτικό ήθος θα
υποστραφεί σε τετράστενη οικογενειοκρατία. Εδώ θα πρέπει να αναζητήσουμε και
την αδυναμία της συγκρότησης ενός σύγχρονου
κοινωνικού και συλλογικού ήθους στην Ελλάδα. Το συλλογικό, στη δική μας παράδοση
είναι κοινοτικό και κοινοτιστικό και μόνο μια “ομοσπονδιακού” τύπου δομή θα
επέτρεπε την μετεξέλιξή του. Η αποκλειστική δυνατότητα για την ομαλή μετεξέλιξη
του ελληνικού ήθους ήταν μόνο μια ομοσπονδιακή μετεξέλιξη του κοινοτισμού, τέτοια που
φάνηκε να διαγράφεται στα πρώτα χρόνια της επανάστασης του ’21 ή σε μικρότερη
κλίμακα στην “Ελεύθερη Ελλάδα” στη διάρκεια της Αντίστασης ενάντια στους
Γερμανούς. Το συγκεντρωτικό πρότυπο που επιβλήθηκε μετά το 1832 μαζί με το κοινοτικό πνεύμα κατέπνιξε και κάθε δυνατότητα για τη συγκρότηση
ενός ελληνικού συλλογικού ήθους. Αντ’ αυτού επιχειρήθηκε να επιβληθεί βιαίως
μια δυτικού τύπου συλλογικότητα –ταύτιση με το κράτος– η οποία παρήγαγε ένα
υποκείμενο που αδυνατεί να αναχθεί στο γενικό συμφέρον, μια και αυτό εμφανίζεται
ως ένα ξενόφερτο και επιβεβλημένο κράτος και εγκλωβίζεται σε μια
οικογενειοκρατική ατομικότητα, υποκατάστατο και εκφυλισμένη μορφή της παλιάς
κοινοτικής ατομικότητας.
Και όμως η “εκσυγχρονιστική” θεωρία και πρακτική όχι
απλώς δεν διδάσκεται από την αποτυχία διακόσιων χρόνων κρατοκεντρικού
“εκσυγχρονισμού”, αλλά αντίθετα, ακόμα και σήμερα, επιχειρεί να μας πείσει για
την ανάγκη παραπέρα “εμβάθυνσης” στο δρόμο του “εκσυγχρονισμού” ώστε να
συγκροτηθεί μια “μοντέρνα” ατομικότητα. ΟΣτέλιος Ράμφος, στον Καημό
του ενός και τα άλλα του
πονήματα, κατακεραυνώνει τον οικογενειοκρατικό ατομισμό των ελλήνων και μας
καλεί “επί τέλους” να ενστερνιστούμε το δυτικό πρότυπο της εξατομίκευσης, η
οποία δεν είναι οικογενειοκρατική αλλά μοναδοκρατική! Και αυτό, τη στιγμή που
το δυτικό πρότυπο καταρρέει στην ίδια τη Δύση και η εισβολή του στην Ελλάδα
τείνει να εκθεμελιώσει και τα τελευταία υπολείμματα του παλιού συλλογικού
πνεύματος, το οποίο για να διασωθεί καταφεύγει στο οικογενειακό σύστημα και την
Παράδοση –εθνική, πολιτιστική και θρησκευτική. Και όμως ο ηροστράτειος
εκσυγχρονισμός κανοναρχεί καθημερινά “θάνατος στην παράδοση” για να γίνουμε
επιτέλους δυτικοί, χωρίς να υποπτεύεται πως χάνοντας τη δική μας παράδοση δεν
γινόμαστε δυτικοί ούτε ενστερνιζόμαστε τη δυτική μορφή της εξατομίκευσης, αλλά
αντίθετα μεταβαλλόμαστε σε παρίες και μπαίγνια της Δύσης. Μέσα σε έναν αιώνα
από τους “πρώτους στην Ανατολή” γίναμε οι “έσχατοι της Δύσεως”.
Παγκοσμιοποίηση και κοινοτισμός
Το ερώτημα επιστρέφει αδήριτο.
Αυτό που δεν μπορέσαμε να κάνουμε στον 19ο και τον 20ό αιώνα, όταν ακόμα ήταν ενεργή και
λαμπρή η κοινοτική μας παράδοση, είναι δυνατό να το πραγματοποιήσουμε σήμερα,
πάνω στασυντρίμμια του
ελληνικού τρόπου; Είναι δυνατό το κοινοτικό ήθος και η κοινοτική μορφή
οργάνωσης να αναβιώσουντην
εποχή των μεγαπόλεων, των τεράστιων μετακινήσεων πληθυσμών, των πολυεθνικών
επιχειρήσεων; Μήπως πρόκειται απλώς για μια ρομαντική φυγή από την
πραγματικότητα χωρίς καμιά δυνατότητα εκπλήρωσης;
Στο “Άρδην” είμαστε πεισμένοι πως ακόμα και το όνειρο
θα ήταν προτιμότερο από την απάνθρωπη και αποκρουστική ουτοπία που βαφτίζεται
ως ο ρεαλισμός του παρόντος. Και όμως δεν είναι ονειροφαντασία, αλλά το μόνο
εναλλακτικό πρόταγμα που μπορεί να τεθεί σήμερα, ένα πρόταγμα που στηρίζεται σε
αυθεντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και κινητοποιεί
δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη και έχει
πάρει τη μορφή του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Σήμερα, μετά την αποτυχία των παγκοσμιοποιητικών
συστημάτων, –του υπαρκτού σοσιαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού– ο
κοινοτισμός, ή ακριβέστερα οι πολλαπλές μορφές του κοινοτισμού, αναδεικνύεται
στη μοναδική οικουμενική εναλλακτική πρόταση απέναντι στη
παγκοσμιοποίηση. Από τους Ζαπατίστας που προσπαθούν να οικοδομήσουν ένα
κοινοτιστικό μοντέλο αυτοδιοίκησης έως τους Ινδούς αγρότες, περνώντας από τις κοινοτικές
εμπειρίες του Πόρτο
Αλέγκρε στη
Βραζιλία, και φθάνοντας στους συνεταιρισμούς του Μοντραγκόν, στη χώρα των
Βάσκων, κ.λπ. κ.λπ. η καρδιά του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος κτυπάει στην
κατεύθυνση του κοινοτισμού. Και οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις
αρχίζουν να είναι και πάλι ευνοϊκές για ένα τέτοιο μοντέλο.
Η ανάπτυξη της πληροφορικής και του Διαδικτύου αφαιρεί παραδόξως από τους μεγάλους και
κεντρικούς σχηματισμούς τα πλεονεκτήματά τους έναντι των μικρών και έκκεντρων.
Πλέον η πρόσβαση στις πληροφορίες και την τεχνολογία είναι ανοικτή σε όλους. Οι
μεγάλες μονάδες παραγωγής συρρικνώνονται και επεκτείνονται μικρότερες,
διασυνδεδεμένες μεταξύ τους, μονάδες. Η αποτυχία της βιομηχανικής γεωργίας στον τομέα
των τροφίμων επαναφέρει την παραδοσιακή και βιολογική καλλιέργεια. Οι
εναλλακτικές πηγές ενέργειας,
ήλιος, αέρας, νερό, δίνουν τη δυνατότητα της επανατοπικοποίησης της παραγωγής
της ενέργειας. Τέλος η παγκοσμιοποίηση εισέρχεται σε περίοδοκρίσης –κατάρρευση των χρηματιστηρίων,
“σύγκρουση των πολιτισμών” μετά την 11η Σεπτεμβρίου, σταδιακή επιστροφή του
οικονομικού προστατευτισμού λόγω των κολοσσιαίων ελλειμμάτων των ΗΠΑ. Κρίση, η
οποία οδηγεί σεμείωση των
μετακινήσεων, επιβράδυνση της επέκτασης των μεγαπόλεων και
περιορισμό της δυνατότητας “εξαγωγής” των αντιθέσεων και
αδιεξόδων του Τρίτου Κόσμου προς τις Μητροπόλεις. Τα διεθνή μεταναστευτικά
ρεύματα θα περιοριστούν – βλέπε την αντιμεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. Οι
οικολογικές συνέπειες ενός τύπου ανάπτυξης στηριγμένου στην καύση του άνθρακα
–φαινόμενο του θερμοκηπίου κλπ.– θα οδηγήσουν στην κρίση του και θα ενισχύσουν
τις εναλλακτικές και αποκεντρωμένες πηγές ενέργειας. Τέλος η μεγάλη πληθυσμιακή έκρηξη του 20ου αιώνα που οδήγησε σε
τετραπλασιασμό του πληθυσμού του πλανήτη και σε επίταση των μετακινήσεων
μεταβάλλοντας σε φενάκη οποιαδήποτε κοινοτικού τύπου ανάπτυξη, φαίνεται πως
οδηγείται στο τέλος της και σε 30 έως 50 χρόνια ο πληθυσμός του πλανήτη θα
σταθεροποιηθεί, ενώ στην Ευρώπη απειλείται ήδη και μείωση των πληθυσμών.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, δημιουργεί
τους αντικειμενικούς οικονομικο-κοινωνικούς όρους για μια δυναμική επιστροφή του κοινοτικού φαινομένου σε παγκόσμια
κλίμακα. Ταυτόχρονα η αποτυχία των κολεκτιβιστικών μοντέλων και το
αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού, στρέφει και πάλι την αναζήτηση προς μορφές
οικογενειακής, συνεταιριστικής και κοινοτιστικής παραγωγής.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί και στην Ελλάδα το καταπιεσμένο
κοινοτιστικό ήθος, να συναντήσει τα νέα παγκόσμια ρεύματα του κοινοτισμού, και
να έχουμε επί τέλους μια “ενάρετη” μεταστροφή της οικογενειοκρατικής εξατομίκευσης
προς την κοινοτική κοιτίδα της, και τη συγκρότηση ενός “ομοσπονδιακού” δημόσιου
χώρου.
Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων, η “επιστροφή” στον Καραβίδα και τον Πανταζόπουλο, τον Μαλούχο και τονΜοσχοβάκη,
τους θεωρητικούς δηλαδή του νεοελληνικού κοινοτισμού, δεν αποτελεί απλώς ένα
φόρο τιμής σε μια χαμένη ευκαιρία του ελληνισμού, αλλά μία προσπάθεια
επανασύνδεσης με την κοινοτική παράδοση μέσα σε ένα νέοιδεολογικό
πλαίσιο, τοπικό και παγκόσμιο, όπου ο κοινοτισμός αναδεικνύεται και πάλι ως η μοναδική
εναλλακτική λύση έναντι του κολεκτιβισμού του κράτους ή της αγοράς.
Στην ίδια την Ελλάδα,
μετά από μία περίοδο που ευνοούσε την διάλυση των κοινοτήτων (1922-2000),
υπάρχει μια δυνατότητα αναστροφής των παλιότερων τάσεων. Το ρεύμα της μετανάστευσης των Ελλήνων έχει εξαντληθεί προ
πολλού, ενώ έχει παρέλθει και η στιγμή της μαζικής εισόδου ξένων μεταναστών
στην Ελλάδα (1985-2000). Οι επαρχιακές πόλεις σταθεροποιούνται πληθυσμιακά και έχει
κοπάσει η μαζική φυγή προς την Αθήνα. Η Αθήνα έχει γίνει αβίωτη και το υψηλό
περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος της δημιουργεί ένα ασθενές ακόμα αλλά
ενισχυόμενο ρεύμα απομάκρυνσης από αυτή, που θα γίνει εντονότερο μετά το 2004
και την κατάρρευση που θα ακολουθήσει. Τέλος ισχυροποιούνται και πάλι οι τάσεις
για την ενίσχυση της τοπικοποίησης, στο επίπεδο γειτονιάς και δήμου, μετά την
τερατώδη αποεδαφικοποίηση που επέφερε η αυτοκίνηση. Χαρακτηριστική ως προς αυτό
είναι η ενίσχυση τωντοπικών αγορών στους περιφερειακούς δήμους της Αθήνας.
Βεβαίως οι αντίθετες τάσεις εξακολουθούν να είναικυρίαρχες και κάποιες ενισχύονται (διάχυτη
προαστειοποίηση και δεύτερη κατοικία συνδεδεμένη με την αυτοκίνηση), ωστόσο δεν
είναι πλέον μοναδικές και αδιαμφισβήτητες. Οι τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν την διάχυση
πληροφοριών και υπηρεσιών στα πιο απομακρυσμένα μέρη (π.χ. Τράπεζες ή ακόμα και
τοπικές τηλεοράσεις και ραδιόφωνα), καθώς και την αποκεντρωμένη παραγωγή ή
επιδιόρθωση προϊόντων ή μηχανών. Η μεταβίβασηαρμοδιοτήτων
στους δήμους και τις περιφέρειες καθώς και οι δυνατότητες των εναλλακτικών
πηγών ενέργειας, τις οποίες μπορούν διαχειρίζονται ακόμα και οι μικρότεροι
δήμοι, δίνει τη δυνατότητα να μεταφερθεί το επίπεδο του πολιτικού
ενδιαφέροντος στο τοπικό πεδίο, δεδομένης μάλιστα της αποξένωσης από το
κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Και αν υπάρχει ένα σκάνδαλο στην Ελλάδα είναι πως οι σύγχρονες
κοινοτιστικές τάσεις –εναλλακτικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, Πόρτο Αλέγκρε,
αυτοδιαχείριση στην Αργεντινή, Ζαπατίστας, Μοντραγκόν στη Χώρα των Βάσκων,
εναλλακτικές κοινότητες νέων, θεραπευτικές κοινότητες, βιοκαλλιεργειες, κ.λπ–
προβάλλονται ή και υποστηρίζονται από ένα μέρος του λεγόμενου ελληνικού
αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, χωρίς καμία αναφορά στην εγχώρια κοινοτική
παράδοση. Και αντίστροφα όσοι αναφέρονται σε αυτή παραμένουν στην πλειοψηφία
τους προσκολλημένοι στο παρελθόν ή τις επιβιώσεις της –Άγιο Όρος, κοινοτικά
στοιχεία του πολιτισμού (δημοτικοί χοροί) και της εκκλησίας (ενορία)– χωρίς να
επιχειρούν μία σύνδεσή τους τόσο με το διεθνές κοινοτικό ρεύμα και πειραματισμούς,
όσο και με τους αναγκαίους θεσμικούς μετασχηματισμούς στο πολιτειακό επίπεδο (ενίσχυση της τοπικής
αυτοδιοίκησης, τοπικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, κλπ).
Το “Άρδην” ακριβώς κάτι τέτοιο θα επιχειρήσει με τα
τρία αφιερώματά του για τις Κοινότητες και τον κοινοτισμό. Εκκινώντας από των
“Ελλήνων της κοινότητες” να συνδεθούμε με τις “κοινότητες του κόσμου” και να
ξαναγυρίσομε στο δέον της καθημερινότητάς μας, στους αναγκαίους πολιτειακούς
και θεσμικούς μετασχηματισμούς και τα σύγχρονα κοινοτικά κινήματα που πρέπει να
συγκροτηθούν στη χώρα μας, επανασυνδέοντας τη μεγάλη μας κοινοτική
παράδοση με τα αιτήματα και τα κινήματα του σήμερα.
Στο παρόν τεύχος δημοσιεύονται κείμενα του Μανόλη Γλέζου, του Νικόλαου Πανταζόπουλου,
του Θεόδωρου Ντρίνια,
του Μελέτη Μελετόπουλου,
του Σπύρου Κουτρούλη,
του Γιώργου Ρακκά,
του Μπεν Μπλακγουελ,
του Γουώλντεν Μπέλλο, καθώς και παρουσίαση της κοινοτικής
εμπειρίας του Πόρτο
Αλλέγκρε, ενώ στα δύο επόμενα τεύχη θα δημοσιευτούν οι συμβολές του Λουκά Αξελού, του George Benello για την εμπειρία του
Μοντραγκόν, του Θόδωρου
Ζιάκα, του Κώστα Ζουράρι, του Γιώργου Καραμπελιά,
του Ερατοσθένη Καψωμένου του Γιώργη
Κοντογιώργη, του Constanzo Preve για την ιταλική εμπειρία, του Γιάννη Τσέγκου,
θα δημοσιευτεί η “Χάρτα για μια Νέα Τοπική Αυτοδιοίκηση” του Παγκόσμιου
Κοινωνικού Φόρουμ, κ.λπ.
της Σύνταξης από το Άρδην τ. 44
[1] Γι’
αυτό και ο σιωνισμός θα βάλει ως πρωταρχικό του στόχο το ρίζωμα στην αγροτική
παραγωγή και ο νεώτερος αποικισμός της Παλαιστίνης θα εγκαινιαστεί στις αρχές
του αιώνα με τον αγροτικό αποικισμό και τις αγροτικές κοινότητες των κιμπούτζ.
[2] Αυτονομία
που επιτρέπει π.χ. στον “Άγιο” Ζακύνθου, σήμερα, να καθυβρίζει ανενόχλητος τον
Αρχιεπίσκοπο, ή τον τελευταίο να συγκρούεται με τον Πατριάρχη, γεγονός
αδιανόητο για την καθολική εκκλησία.
Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013
Καλλικράτης ή μήπως... Ηρόστρατος
του Κώστα Σαμάντη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Παράγραφος 48 του κειμένου Δημόσιας Διαβούλευσης (Κ.Δ.Δ.)
2. Παράγραφος 49 του Κ.Δ.Δ.
3. Η πρώτη αποτίμηση του Καποδίστρια / Καθημερινή 14/01/2001
4. Επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.)
5. Επίσημα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε.
6. Παράγραφος 6 του Κ.Δ.Δ.
7. Παράγραφος 52 του Κ.Δ.Δ.
8. Παράγραφος 59 του Κ.Δ.Δ.
9. Δελτίο Τύπου ΤΕΔΚΝΑ 13.01.10.
10. Εισήγηση της ΤΕΔΚΝΑ στο Συνέδριο του Οκτωβρίου 2007.
Σε θέμα μείζονος προτεραιότητος έχει αναδειχθεί για το υπουργείο Εσωτερικών η υλοποίηση της διοικητικής μεταρρύθμισης στην τοπική αυτοδιοίκηση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.
Μέσα από αλλεπάλληλες συσκέψεις του υπουργικού συμβουλίου, επαφές με τους αρμόδιους φορείς, συνέδρια της ΚΕΔΚΕ και ΤΕΔΚΝΑ, επιχειρείται, μέσω της Νέας Αρχιτεκτονικής Κράτους και Αυτοδιοίκησης (Καλλικράτης), η πλήρης αναδιάρθρωση στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το σχέδιο αποτελεί ουσιαστικά το δεύτερο μέρος της μεταρρύθμισης, η οποία είχε υλοποιηθεί το 1988 (Καποδίστριας) και είχε συρρικνώσει τους 6.000 δήμους και κοινότητες της χώρας σε 1.034.
Παρακολουθώντας τις σχετικές συζητήσεις και προτάσεις και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης, μπορούμε να πούμε ότι η πρόθεση της κυβέρνησης όχι μόνο αποτελεί μια βεβιασμένη κίνηση και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την προηγούμενη εμπειρία, αλλά κυρίως βρίσκεται σε μια λογική οικονομίστικης διευθέτησης των όποιων προβλημάτων υπάρχουν, αδιαφορώντας, αλλά και εν τέλει συρρικνώνοντας τον πολιτικό ρόλο που έχει να επιτελέσει η τοπική αυτοδιοίκηση.
Δώδεκα χρόνια μετά την υλοποίηση της πρώτης αναδιάρθρωσης, ουδείς αμφιβάλλει για τα αποτελέσματά της.
Δεν είναι μόνο οι προσωπικές εμπειρίες οι οποίες δείχνουν ξεκάθαρα τη σταδιακή απογύμνωση της υπαίθρου, την ερημοποίηση των χωριών και των κοινοτήτων, που αφομοιώθηκαν από άλλους, μεγαλύτερους δήμους, την ολοένα και μεγαλύτερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, ή την απαξίωση των διοικητικών υπηρεσιών από το απαραίτητο πολιτικό προσωπικό και τη μείωση των πόρων οι οποίοι κατευθύνονταν σε αυτές.
Το ίδιο το κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης (ΚΔΔ) αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Καποδίστρια «…δε δημιούργησε παρ’ όλα αυτά αποτελεσματικούς Δήμους με οικονομική αυτάρκεια και δυνατότητα άντλησης ιδίων πόρων, ούτε διοικητική ικανότητα με καλά οργανωμένες υπηρεσίες και ανθρώπινο δυναμικό…» (1) και αλλού «…η Πολιτεία δεν στήριξε ουσιαστικά τους νέους ΟΤΑ με πολιτικές προγραμματικής, οργανωτικής και λειτουργικής αναβάθμισης, καθώς και με επαρκή χρηματοδότηση, ούτε προχώρησε σε μια σχεδιασμένη, με ενιαίο τρόπο, και ολοκληρωμένη αλλαγή του διοικητικού συστήματος της χώρας…..» (2).
Σε μια πρώτη μάλιστα αποτίμηση των αποτελεσμάτων του Καποδίστρια, την οποία επιχείρησε το ΙΣΤΑΜE – ΑΝΔΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, σε μια επίδειξη ειλικρίνειας, παραδέχεται ύστερα από μία έκθεση 151 σελίδων και 50 γραφημάτων ότι «…η εφαρμογή της δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από εκείνα τα οποία έλυσε τόσο σε θεσμικό όσο και πρακτικό επίπεδο, ενώ από τους πρωταγωνιστές της πιο πολλοί μοιάζουν δυσαρεστημένοι παρά ευτυχείς από όσα συμβαίνουν...»(3).
Στο κατά πόσον η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση βοήθησε στην αναβάθμιση του ρόλου της περιφέρειας, διατήρησε τον πληθυσμό σε αυτήν και ενίσχυσε την τοπική δραστηριότητα, μας δίνουν μια εικόνα τα εξής στοιχεία:
Χρονιά Συμμετοχή αγροτικού τομέα στο Α.Ε.Π
1995 9,85%
2000 5,39%
2004 4,07%
2007 3,04%
2008 2,92% (4)
Ακόμη κατά το έτος 2009 ο αγροτικός τομέας απασχολεί το 11,6% του συνολικού εργατικού δυναμικού, σημειώνοντας πτώση κατά 4,4% σε σύγκριση με το 2000(5).
Όσο και αν κύρια υπεύθυνος για τα πιο πάνω αποτελέσματα είναι η πολιτική η οποία εφαρμόζεται από τις τελευταίες κυβερνήσεις, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι, σε αυτήν τη συγκεκριμένη πολιτική, η διοικητική μεταρρύθμιση η οποία αφορά στην περιφέρεια έχει το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση, χωρίς να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα από το προηγούμενο χρονικό διάστημα, προχωρά βεβιασμένα στο δεύτερο βήμα. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, πρόθεσή της είναι η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης σε επίπεδο πολιτικό, λειτουργικό και οικονομικό. Αν όμως προστρέξουμε στο κείμενο της Δ.Δ., το μόνο σημείο στο οποίο περιγράφεται κάπως ο σκοπός είναι το ακόλουθο:
«Η Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αποσκοπεί στην εξοικονόμηση πόρων των φορολογούμενων πολιτών μέσω του περιορισμού του αριθμού των ΟΤΑ και των νομικών τους προσώπων και στην εξορθολογισμένη διαχείριση.» (6)
Για το ουσιαστικότερο μέρος, την πολιτική αναβάθμιση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης, μόνο γενικόλογες αναφορές βρίσκουμε, χωρίς βέβαια να συνοδεύονται, γιατί ακριβώς δεν είναι στην επιλογή τους, από συγκεκριμένα μέτρα υλοποίησης.
Ο Καλλικράτης, λοιπόν, προτίθεται να φέρει τις εξής συγκεκριμένες αλλαγές.
Μετατρέπει τις 54 Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σε 13 Περιφέρειες, με αναβάθμιση του ρόλου του περιφερειάρχη με αυξημένες αρμοδιότητες, με παράλληλη θέσπιση περιφερειακού συμβουλίου, περιφερειακών επιτροπών και περιφερειακό συνήγορο για τον πολίτη και την επιχείρηση. Ακόμη, από τους 1.034 δήμους και κοινότητες περνά στους 370 το πολύ, με αναβάθμιση του ρόλου του δημάρχου και με θέσπιση θεματικών και τοπικών αντιδημάρχων, συμβουλίων διαβούλευσης, συνήγορο για τον πολίτη και την επιχείρηση, δημοτικά e-ΚΕΠ, κάρτα δημότη κ.λπ. Τέλος προβλέπει τον περιορισμό των 6.000 δημοτικών επιχειρήσεων και νομικών προσώπων σε 2.000, ενώ θέτει τους ΟΤΑ υπό κηδεμονία μέσω της συγκρότησης Ειδικής υπηρεσίας εποπτείας.
Ως λόγος για τη μετατροπή των νομαρχιών σε περιφέρειες αναφέρεται η μέχρι σήμερα αδυναμία συμμετοχής στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. (επιτροπή περιφερειών κ.λπ.), γεγονός που λειτουργούσε προβληματικά στη διαχείριση των συγκεκριμένων κονδυλίων τα οποία αποφασίζονταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με βάση όμως το κείμενο της Δ.Δ., ο αιρετός περιφερειάρχης αποκτά τέτοιες υπερεξουσίες όπου, αντί για αποκέντρωση, ουσιαστικά έχουμε υπερσυγκέντρωση εξουσιών, χωρίς δημοκρατικό έλεγχο, με τον ρόλο του περιφερειάρχη να τοποθετείται ανταγωνιστικά, ενδεχομένως και πιο πάνω από τον ρόλο των βουλευτών, μιας και η εκλογή του θα στηρίζεται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ψήφων από αυτές τις οποίες χρειάζεται ένα μέλος του κοινοβουλίου για να εκλεγεί.
Η σημαντικότερη όμως αλλαγή συντελείται στον χώρο της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης, αποσκοπώντας ουσιαστικά στην εξοικονόμηση πόρων από τους ΚΑΠ (Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους) τους οποίους υποχρεούνταν η κεντρική εξουσία να παρέχει στους ΟΤΑ. Με τον τρόπο αυτό, το πάγιο αίτημα της τοπικής αυτοδιοίκησης (περισσότεροι πόροι, για περισσότερη αυτοδιοίκηση) μετατρέπεται σε λιγότερα κονδύλια, σε λιγότερους δήμους.
Το κυριότερο όμως είναι ότι η κεντρική φιλοσοφία του Καλλικράτη χαρακτηρίζεται από ένα ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερο πνεύμα. Προσπαθεί να μετατρέψει τους ΟΤΑ από οργανισμούς, έστω περιορισμένης αυτοδιοίκησης, έστω προβληματικούς, αλλά εγγύτερους από κάθε άλλον κοντά στον πολίτη, σε οργανισμούς εξορθολογισμένης λογιστικής διαχείρισης, ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «…οι Δήμοι θα αποτελέσουν ισχυρές μονάδες τοπικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα εξελίσσονται σε αποτελεσματικούς διαχειριστές υπηρεσιών…» (7).
Τούτο γίνεται σαφές από τις νέες αρμοδιότητες οι οποίες μεταφέρονται στους δήμους με βάση τον Καλλικράτη. Ως τέτοιες περιγράφονται οι εξής:
• Η πρόνοια και η προστασία της δημόσιας υγείας.
• Η ανέγερση σχολικών κτηρίων
• Η ένταξη των μεταναστών
• Οι πολεοδομικές εφαρμογές
• Ο υγειονομικός έλεγχος
• Οι αδειοδοτήσεις και ο έλεγχος πολλών τοπικών, οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων κ.λπ.(8)
Ήδη όμως η εμπειρία του Καποδίστρια σε αυτό το επίπεδο υπήρξε αρνητική. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των παιδικών σταθμών. Θεσμός ο οποίος εντασσόταν στη λογική του πάλαι ποτέ υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών όσο και του υπουργείου Παιδείας, με αυτονόητο το δικαίωμα της ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης σε αυτόν. Η μεταφορά του όμως στην αρμοδιότητα του δήμου, χωρίς τα απαραίτητα κονδύλια βέβαια, οδήγησε στην πρακτική των τροφείων, όπου στην πλειονότητα των δήμων κυμαίνονται από 50 έως 120 ευρώ κατά μέσον όρο. Έχει ήδη δρομολογηθεί η ένταξη στους ΟΤΑ και του θεσμού των βρεφονηπιακών σταθμών.
Στην ίδια λογική, η μεταφορά αρμοδιοτήτων όπως είναι η ανέγερση των σχολικών κτηρίων ή η λειτουργία σταθμών της πρωτοβάθμιας υγείας, οι οποίοι θα εξυπηρετούνται από ιδίους πόρους, μας οδηγεί στη διαμόρφωση δήμων πολλαπλών ταχυτήτων. Είναι προφανές ότι στον βαθμό που άλλους πόρους, εκ των πραγμάτων, μπορεί να διαθέτει το Κερατσίνι από την Εκάλη, η Μύκονος από την Τήλο ή το Αγαθονήσι, διαφορετικό θα είναι το επίπεδο, αλλά και η ποιότητα των υπηρεσιών που θα παρέχονται στην υγεία και στην παιδεία. Και είναι ακριβώς αυτή η λογική η οποία θα οδηγήσει αναγκαστικά τους δήμους σε συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Ουσιαστικά ο χώρος της τοπικής αυτοδιοίκησης θα αποτελέσει ένα πρώτο πεδίο, τον Δούρειο Ίππο πρακτικά, εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών κατά τις οποίες συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα για ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση θα αρχίσουν με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης να καταργούνται, με τον ιδιωτικό χώρο να καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο εις βάρος του δημοσίου.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι οι πόροι που προβλέπεται να μεταφερθούν στους καινούριους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης οι οποίοι θα προκύψουν, εξαντλούνται σε υποσχέσεις για απόδοση μέρους του Φ.Π.Α., καθώς και στη δυνατότητα εφαρμογής δυνητικών φόρων. Έτσι συνδέεται η οικονομική αυτάρκεια των δήμων (μιας και δεν ξεκαθαρίζεται κάτι διαφορετικό) από την εν γένει οικονομική δραστηριότητα της περιοχής (των επιχειρήσεων κ.λπ.), καθιστώντας τους ΟΤΑ αιχμαλώτους της οποιασδήποτε οικονομικής ανάπτυξης ή ύφεσης. Τους οδηγεί με άλλα λόγια είτε να λειτουργήσουν ως φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί στο κυνήγι αυτών των πόρων, είτε ως εφορίες, μιας και η συμπλήρωση των χαμένων εσόδων θα αναπληρώνεται από τη δυνατότητα επιβολής τοπικών φόρων. Έτσι οι πολίτες, πέρα από την κεντρική φορολογία, μέσω της οποίας το κράτος ήταν υποχρεωμένο να παρέχει με ευθύνη του ανταποδοτικές υπηρεσίες όπως είναι στον τομέα της παιδείας και της υγείας, θα φορολογούνται για δεύτερη φορά από την τοπική αυτοδιοίκηση, ουσιαστικά για τα ίδια πράγματα.
Ακόμη και το επιχείρημα ότι οι δήμοι παραμένουν οργανισμοί χρεωμένοι και με την αναδιάρθρωση τούτο προβλέπεται να ξεπεραστεί είναι στον αέρα. Ήδη από τον Καποδίστρια, κονδύλια τα οποία είχαν υποσχεθεί στην έναρξή του οι κυβερνήσεις ουδέποτε αποδόθηκαν, παρ’ ότι προέρχονταν από παρακρατηθέντες υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης πόρους. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στην πρόσφατη συνέλευση της ΤΕΔΚΝΑ ανάμεσα στις άλλες ενστάσεις κατά του Καλλικράτη αναφέρθηκε και η επιμονή στην απόδοση των οφειλομένων προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση πόρων τα οποία για μεν το 2009 οφειλόμενα φθάνουν στο ύψος 331.500.000 ευρώ για δε το 2010 550.000.000 ευρώ από την μείωση των ΚΑΠ και της ΣΑΤΑ (9). Μόνο τώρα και ενόψει του Καλλικράτη η κεντρική εξουσία μπήκε σε έναν συμβιβασμό τμηματικής χορήγησης, καταβάλλοντας την πρώτη δόση, αλλά έχοντας σε εκκρεμότητα τη δεύτερη, η οποία έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τέλος Ιανουαρίου 2010 με δεδομένη βέβαια όπου με δεδομένη την οικονομική δυσχέρεια της περιόδου είναι αμφίβολο έως απίθανο να καταβληθεί. Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι το συνολικό κόστος της Διοικητικής Μεταρρύθμισης έχει υπολογιστεί από αυτοδιοικητικούς παράγοντες στα 6 δισ. ευρώ. Στο πόσο σοβαρά λαμβάνει η Κυβέρνηση τον Καλλικράτη φαίνεται από το ότι ο αρμόδιος Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών για τη διαχείριση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ τοποθετήθηκε μόλις την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου. Τέλος, πολύ σημαντικό είναι ότι στους γνώστες των οικονομικών της τοπικής αυτοδιοίκησης, αποτελεί επίσης κοινός τόπος ότι υπάρχουν πλείστα όσα παραδείγματα μικρών δήμων, νοικοκυρεμένων και με οικονομική αυτάρκεια, σε αντίθεση με τους υπερχρεωμένους μεγάλους δήμους όπως είναι οι δήμοι Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
Παρ’ ότι το σχέδιο Καλλικράτης επικαλείται την ανάγκη λειτουργικότερης απόδοσης των δήμων, μια προσεκτική ανάγνωσή του μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Μέχρι τώρα οι δήμοι και οι κοινότητες της περιφέρειας, με το λιγοστό έστω διοικητικό προσωπικό τους, με τα συνεχώς μειούμενα κονδύλιά τους, κατόρθωναν και παρείχαν ένα μικρό ή μεγάλο επίπεδο παροχής υπηρεσιών και εξυπηρέτησης των πολιτών της αρμοδιότητάς τους. Με τη σκοπούμενη μεταρρύθμιση παύει και αυτό. Δήμοι και κοινότητες της περιφέρειας, οι οποίοι φρόντιζαν με τη λογική της τοπικοποίησης και της αποκέντρωσης τα του οίκου τους (από τη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών διαδικασιών μέχρι τη φροντίδα των δημόσιων χώρων), προβλέπεται να αντικατασταθούν από τη λειτουργία e-ΚΕΠ στα οποία θα χρησιμοποιείται η κάρτα του δημότη. Σύμφωνα με τη λογική των νομοθετούντων, χωριά των εκατό, διακοσίων ή και τριακοσίων ατόμων, απομακρυσμένα από την έδρα του δήμου, θα τύχουν αναβαθμισμένης εξυπηρέτησης από δημοτικά ΑΤΜ (!!!), την ίδια στιγμή που ακόμη και τα διάσπαρτα καρτοτηλέφωνα στην περιφέρεια δεν λειτουργούν.
Ως ισχυρό επιχείρημα οι εισηγητές του νομοσχεδίου, σε μια προσπάθεια αποδοχής από την κοινή γνώμη, επικαλούνται ότι η λειτουργικότητα και αποδοτικότητα των ΟΤΑ συνδέεται με το μέγεθος του δήμου. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού / εξευρωπαϊσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιλέγουν δήμους με μεγάλη αναλογία κατοίκων ανά δήμο. Παραδείγματα όμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνουν ότι αρκετές χώρες με μικρή αναλογία κατοίκων και με πολλούς οργανισμούς έχουν εξίσου καλά αποτελέσματα όσο και παράδοση στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά:
Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, ή μάλλον σημαντικότερο, περιορίζεται μέχρι εξαφανίσεως η πολιτική λειτουργία και δυνατότητα των δήμων. Είναι γεγονός ότι το μικρό μέγεθος είναι αυτό ακριβώς το οποίο οδηγεί τον πολίτη σε μια λογική ταύτισης και συμμετοχής στα κοινά του τόπου του. Πολύ πιο εύκολα κάποιος μπορεί να ταυτιστεί με τον τόπο του (χωριό, δήμο ή κοινότητα) όταν το μέγεθός του είναι μικρό, ανθρώπινο και προσβάσιμο, παρά όταν το μέγεθος είναι της τάξεως των εβδομήντα ή και εκατό χιλιάδων κατοίκων. Το απρόσωπο και απομακρυσμένο των σχέσεων, πολιτικών ή προσωπικών, που αναπτύσσονται στα μεγάλα μεγέθη, έχει την ευθύνη του για την αποστασιοποίηση των πολιτών από τις πολιτικές διαδικασίες.
Είναι γνωστή σε όλους η επιμονή με την οποία, ακόμα και τώρα, πολλοί επιμένουν να παραμένουν δημότες της γενέτειράς τους, καθώς και το πόσο διεκδικούν την εκλογική έστω συμμετοχή τους σε αυτήν, σε αντίθεση με την ολοένα και μεγαλύτερη απάθεια την οποία συναντούμε σε μεγάλους δήμους. Επί παραδείγματι, η εκλογική προσέλευση σε μικρούς δήμους είναι σαφώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στους μεγάλους.
Την ίδια στιγμή που τα συμμετοχικά κινήματα διεκδικούν αποφασιστικό και καθοριστικό ρόλο για τους δημότες των ΟΤΑ, με χαρακτηριστικότερο το ολοένα και περισσότερο διεκδικούμενο αίτημα του συμμετοχικού προϋπολογισμού ή του αποφασιστικού χαρακτήρα των διαβουλεύσεων, το σχέδιο Καλλικράτης προσπαθεί με γενικόλογες αναφορές, αλλά χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο, να πείσει ότι θα λειτουργήσει στην κατεύθυνση της αναβάθμισης του πολιτικού και συμμετοχικού ρόλου των δημοτών. Αποτυγχάνει όμως, γιατί ακριβώς δεν είναι μέσα στις προθέσεις του.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει τη νέα Διοικητική Μεταρρύθμιση, τη Νέα Αρχιτεκτονική Διοίκησης και Κράτους, όπως την ονομάζει, δεν είναι παρά μία προσπάθεια παραπέρα συγκεντρωτισμού του χώρου της τοπικής αυτοδιοίκησης σε πολιτικό, οικονομικό, λειτουργικό και κοινωνικό επίπεδο. Εφαρμόζοντας τη λογική του λιγότερου κράτους και των λιγότερων κονδυλίων, προσπαθεί να την υλοποιήσει μειώνοντας δραστικά, κατά τα 2/3 τους ΟΤΑ, τους μετατρέπει σε οργανισμούς με περισσότερες αρμοδιότητες, αλλά χωρίς εγγυημένους πόρους, απομειώνοντας τα όποια ψήγματα πολιτικών αμεσοδημοκρατικών δυνατοτήτων είχαν, και επιχειρεί με όχημα αυτούς να ασκήσει, μια ήδη αποτυχημένη σε παγκόσμιο επίπεδο, νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Ουσιαστικά η αυτοδιοικητική πολιτική στη χώρα μας, η οποία υπήρξε ως ουσιαστικό σύστημα διακυβέρνησης ήδη από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, μέσω των κοινοτήτων, διασώθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος επαναθέσπισε την τοπική αυτοδιοίκηση στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, αναπτύχθηκε τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης μέσα από την πλήρη και ουσιαστική λειτουργία της στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, φτάνει σήμερα μέσω συνεχών παρεμβάσεων από την κεντρική εξουσία στα όρια της εξαφάνισης.
Υπενθυμίζουμε μόνο πως όσο γνωστός είναι ο Καλλικράτης από τη συμμετοχή του στο έργο της Ακρόπολης και των Μακρών Τειχών, άλλο τόσο γνωστός είναι και ο Ηρόστρατος από την πυρπόληση του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Μένει να αποδειχθεί ποιο από τα δύο ονόματα θα χρησιμοποιούμε για την περιγραφή της μεταρρύθμισης στο μέλλον.
Μέσα από αλλεπάλληλες συσκέψεις του υπουργικού συμβουλίου, επαφές με τους αρμόδιους φορείς, συνέδρια της ΚΕΔΚΕ και ΤΕΔΚΝΑ, επιχειρείται, μέσω της Νέας Αρχιτεκτονικής Κράτους και Αυτοδιοίκησης (Καλλικράτης), η πλήρης αναδιάρθρωση στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το σχέδιο αποτελεί ουσιαστικά το δεύτερο μέρος της μεταρρύθμισης, η οποία είχε υλοποιηθεί το 1988 (Καποδίστριας) και είχε συρρικνώσει τους 6.000 δήμους και κοινότητες της χώρας σε 1.034.
Παρακολουθώντας τις σχετικές συζητήσεις και προτάσεις και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης, μπορούμε να πούμε ότι η πρόθεση της κυβέρνησης όχι μόνο αποτελεί μια βεβιασμένη κίνηση και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την προηγούμενη εμπειρία, αλλά κυρίως βρίσκεται σε μια λογική οικονομίστικης διευθέτησης των όποιων προβλημάτων υπάρχουν, αδιαφορώντας, αλλά και εν τέλει συρρικνώνοντας τον πολιτικό ρόλο που έχει να επιτελέσει η τοπική αυτοδιοίκηση.
Δώδεκα χρόνια μετά την υλοποίηση της πρώτης αναδιάρθρωσης, ουδείς αμφιβάλλει για τα αποτελέσματά της.
Δεν είναι μόνο οι προσωπικές εμπειρίες οι οποίες δείχνουν ξεκάθαρα τη σταδιακή απογύμνωση της υπαίθρου, την ερημοποίηση των χωριών και των κοινοτήτων, που αφομοιώθηκαν από άλλους, μεγαλύτερους δήμους, την ολοένα και μεγαλύτερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, ή την απαξίωση των διοικητικών υπηρεσιών από το απαραίτητο πολιτικό προσωπικό και τη μείωση των πόρων οι οποίοι κατευθύνονταν σε αυτές.
Το ίδιο το κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης (ΚΔΔ) αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Καποδίστρια «…δε δημιούργησε παρ’ όλα αυτά αποτελεσματικούς Δήμους με οικονομική αυτάρκεια και δυνατότητα άντλησης ιδίων πόρων, ούτε διοικητική ικανότητα με καλά οργανωμένες υπηρεσίες και ανθρώπινο δυναμικό…» (1) και αλλού «…η Πολιτεία δεν στήριξε ουσιαστικά τους νέους ΟΤΑ με πολιτικές προγραμματικής, οργανωτικής και λειτουργικής αναβάθμισης, καθώς και με επαρκή χρηματοδότηση, ούτε προχώρησε σε μια σχεδιασμένη, με ενιαίο τρόπο, και ολοκληρωμένη αλλαγή του διοικητικού συστήματος της χώρας…..» (2).
Σε μια πρώτη μάλιστα αποτίμηση των αποτελεσμάτων του Καποδίστρια, την οποία επιχείρησε το ΙΣΤΑΜE – ΑΝΔΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, σε μια επίδειξη ειλικρίνειας, παραδέχεται ύστερα από μία έκθεση 151 σελίδων και 50 γραφημάτων ότι «…η εφαρμογή της δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από εκείνα τα οποία έλυσε τόσο σε θεσμικό όσο και πρακτικό επίπεδο, ενώ από τους πρωταγωνιστές της πιο πολλοί μοιάζουν δυσαρεστημένοι παρά ευτυχείς από όσα συμβαίνουν...»(3).
Στο κατά πόσον η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση βοήθησε στην αναβάθμιση του ρόλου της περιφέρειας, διατήρησε τον πληθυσμό σε αυτήν και ενίσχυσε την τοπική δραστηριότητα, μας δίνουν μια εικόνα τα εξής στοιχεία:
Χρονιά Συμμετοχή αγροτικού τομέα στο Α.Ε.Π
1995 9,85%
2000 5,39%
2004 4,07%
2007 3,04%
2008 2,92% (4)
Ακόμη κατά το έτος 2009 ο αγροτικός τομέας απασχολεί το 11,6% του συνολικού εργατικού δυναμικού, σημειώνοντας πτώση κατά 4,4% σε σύγκριση με το 2000(5).
Όσο και αν κύρια υπεύθυνος για τα πιο πάνω αποτελέσματα είναι η πολιτική η οποία εφαρμόζεται από τις τελευταίες κυβερνήσεις, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι, σε αυτήν τη συγκεκριμένη πολιτική, η διοικητική μεταρρύθμιση η οποία αφορά στην περιφέρεια έχει το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση, χωρίς να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα από το προηγούμενο χρονικό διάστημα, προχωρά βεβιασμένα στο δεύτερο βήμα. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, πρόθεσή της είναι η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης σε επίπεδο πολιτικό, λειτουργικό και οικονομικό. Αν όμως προστρέξουμε στο κείμενο της Δ.Δ., το μόνο σημείο στο οποίο περιγράφεται κάπως ο σκοπός είναι το ακόλουθο:
«Η Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αποσκοπεί στην εξοικονόμηση πόρων των φορολογούμενων πολιτών μέσω του περιορισμού του αριθμού των ΟΤΑ και των νομικών τους προσώπων και στην εξορθολογισμένη διαχείριση.» (6)
Για το ουσιαστικότερο μέρος, την πολιτική αναβάθμιση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης, μόνο γενικόλογες αναφορές βρίσκουμε, χωρίς βέβαια να συνοδεύονται, γιατί ακριβώς δεν είναι στην επιλογή τους, από συγκεκριμένα μέτρα υλοποίησης.
Ο Καλλικράτης, λοιπόν, προτίθεται να φέρει τις εξής συγκεκριμένες αλλαγές.
Μετατρέπει τις 54 Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σε 13 Περιφέρειες, με αναβάθμιση του ρόλου του περιφερειάρχη με αυξημένες αρμοδιότητες, με παράλληλη θέσπιση περιφερειακού συμβουλίου, περιφερειακών επιτροπών και περιφερειακό συνήγορο για τον πολίτη και την επιχείρηση. Ακόμη, από τους 1.034 δήμους και κοινότητες περνά στους 370 το πολύ, με αναβάθμιση του ρόλου του δημάρχου και με θέσπιση θεματικών και τοπικών αντιδημάρχων, συμβουλίων διαβούλευσης, συνήγορο για τον πολίτη και την επιχείρηση, δημοτικά e-ΚΕΠ, κάρτα δημότη κ.λπ. Τέλος προβλέπει τον περιορισμό των 6.000 δημοτικών επιχειρήσεων και νομικών προσώπων σε 2.000, ενώ θέτει τους ΟΤΑ υπό κηδεμονία μέσω της συγκρότησης Ειδικής υπηρεσίας εποπτείας.
Ως λόγος για τη μετατροπή των νομαρχιών σε περιφέρειες αναφέρεται η μέχρι σήμερα αδυναμία συμμετοχής στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. (επιτροπή περιφερειών κ.λπ.), γεγονός που λειτουργούσε προβληματικά στη διαχείριση των συγκεκριμένων κονδυλίων τα οποία αποφασίζονταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με βάση όμως το κείμενο της Δ.Δ., ο αιρετός περιφερειάρχης αποκτά τέτοιες υπερεξουσίες όπου, αντί για αποκέντρωση, ουσιαστικά έχουμε υπερσυγκέντρωση εξουσιών, χωρίς δημοκρατικό έλεγχο, με τον ρόλο του περιφερειάρχη να τοποθετείται ανταγωνιστικά, ενδεχομένως και πιο πάνω από τον ρόλο των βουλευτών, μιας και η εκλογή του θα στηρίζεται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ψήφων από αυτές τις οποίες χρειάζεται ένα μέλος του κοινοβουλίου για να εκλεγεί.
Η σημαντικότερη όμως αλλαγή συντελείται στον χώρο της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης, αποσκοπώντας ουσιαστικά στην εξοικονόμηση πόρων από τους ΚΑΠ (Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους) τους οποίους υποχρεούνταν η κεντρική εξουσία να παρέχει στους ΟΤΑ. Με τον τρόπο αυτό, το πάγιο αίτημα της τοπικής αυτοδιοίκησης (περισσότεροι πόροι, για περισσότερη αυτοδιοίκηση) μετατρέπεται σε λιγότερα κονδύλια, σε λιγότερους δήμους.
Το κυριότερο όμως είναι ότι η κεντρική φιλοσοφία του Καλλικράτη χαρακτηρίζεται από ένα ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερο πνεύμα. Προσπαθεί να μετατρέψει τους ΟΤΑ από οργανισμούς, έστω περιορισμένης αυτοδιοίκησης, έστω προβληματικούς, αλλά εγγύτερους από κάθε άλλον κοντά στον πολίτη, σε οργανισμούς εξορθολογισμένης λογιστικής διαχείρισης, ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «…οι Δήμοι θα αποτελέσουν ισχυρές μονάδες τοπικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα εξελίσσονται σε αποτελεσματικούς διαχειριστές υπηρεσιών…» (7).
Τούτο γίνεται σαφές από τις νέες αρμοδιότητες οι οποίες μεταφέρονται στους δήμους με βάση τον Καλλικράτη. Ως τέτοιες περιγράφονται οι εξής:
• Η πρόνοια και η προστασία της δημόσιας υγείας.
• Η ανέγερση σχολικών κτηρίων
• Η ένταξη των μεταναστών
• Οι πολεοδομικές εφαρμογές
• Ο υγειονομικός έλεγχος
• Οι αδειοδοτήσεις και ο έλεγχος πολλών τοπικών, οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων κ.λπ.(8)
Ήδη όμως η εμπειρία του Καποδίστρια σε αυτό το επίπεδο υπήρξε αρνητική. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των παιδικών σταθμών. Θεσμός ο οποίος εντασσόταν στη λογική του πάλαι ποτέ υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών όσο και του υπουργείου Παιδείας, με αυτονόητο το δικαίωμα της ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης σε αυτόν. Η μεταφορά του όμως στην αρμοδιότητα του δήμου, χωρίς τα απαραίτητα κονδύλια βέβαια, οδήγησε στην πρακτική των τροφείων, όπου στην πλειονότητα των δήμων κυμαίνονται από 50 έως 120 ευρώ κατά μέσον όρο. Έχει ήδη δρομολογηθεί η ένταξη στους ΟΤΑ και του θεσμού των βρεφονηπιακών σταθμών.
Στην ίδια λογική, η μεταφορά αρμοδιοτήτων όπως είναι η ανέγερση των σχολικών κτηρίων ή η λειτουργία σταθμών της πρωτοβάθμιας υγείας, οι οποίοι θα εξυπηρετούνται από ιδίους πόρους, μας οδηγεί στη διαμόρφωση δήμων πολλαπλών ταχυτήτων. Είναι προφανές ότι στον βαθμό που άλλους πόρους, εκ των πραγμάτων, μπορεί να διαθέτει το Κερατσίνι από την Εκάλη, η Μύκονος από την Τήλο ή το Αγαθονήσι, διαφορετικό θα είναι το επίπεδο, αλλά και η ποιότητα των υπηρεσιών που θα παρέχονται στην υγεία και στην παιδεία. Και είναι ακριβώς αυτή η λογική η οποία θα οδηγήσει αναγκαστικά τους δήμους σε συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Ουσιαστικά ο χώρος της τοπικής αυτοδιοίκησης θα αποτελέσει ένα πρώτο πεδίο, τον Δούρειο Ίππο πρακτικά, εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών κατά τις οποίες συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα για ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση θα αρχίσουν με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης να καταργούνται, με τον ιδιωτικό χώρο να καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο εις βάρος του δημοσίου.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι οι πόροι που προβλέπεται να μεταφερθούν στους καινούριους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης οι οποίοι θα προκύψουν, εξαντλούνται σε υποσχέσεις για απόδοση μέρους του Φ.Π.Α., καθώς και στη δυνατότητα εφαρμογής δυνητικών φόρων. Έτσι συνδέεται η οικονομική αυτάρκεια των δήμων (μιας και δεν ξεκαθαρίζεται κάτι διαφορετικό) από την εν γένει οικονομική δραστηριότητα της περιοχής (των επιχειρήσεων κ.λπ.), καθιστώντας τους ΟΤΑ αιχμαλώτους της οποιασδήποτε οικονομικής ανάπτυξης ή ύφεσης. Τους οδηγεί με άλλα λόγια είτε να λειτουργήσουν ως φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί στο κυνήγι αυτών των πόρων, είτε ως εφορίες, μιας και η συμπλήρωση των χαμένων εσόδων θα αναπληρώνεται από τη δυνατότητα επιβολής τοπικών φόρων. Έτσι οι πολίτες, πέρα από την κεντρική φορολογία, μέσω της οποίας το κράτος ήταν υποχρεωμένο να παρέχει με ευθύνη του ανταποδοτικές υπηρεσίες όπως είναι στον τομέα της παιδείας και της υγείας, θα φορολογούνται για δεύτερη φορά από την τοπική αυτοδιοίκηση, ουσιαστικά για τα ίδια πράγματα.
Ακόμη και το επιχείρημα ότι οι δήμοι παραμένουν οργανισμοί χρεωμένοι και με την αναδιάρθρωση τούτο προβλέπεται να ξεπεραστεί είναι στον αέρα. Ήδη από τον Καποδίστρια, κονδύλια τα οποία είχαν υποσχεθεί στην έναρξή του οι κυβερνήσεις ουδέποτε αποδόθηκαν, παρ’ ότι προέρχονταν από παρακρατηθέντες υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης πόρους. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στην πρόσφατη συνέλευση της ΤΕΔΚΝΑ ανάμεσα στις άλλες ενστάσεις κατά του Καλλικράτη αναφέρθηκε και η επιμονή στην απόδοση των οφειλομένων προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση πόρων τα οποία για μεν το 2009 οφειλόμενα φθάνουν στο ύψος 331.500.000 ευρώ για δε το 2010 550.000.000 ευρώ από την μείωση των ΚΑΠ και της ΣΑΤΑ (9). Μόνο τώρα και ενόψει του Καλλικράτη η κεντρική εξουσία μπήκε σε έναν συμβιβασμό τμηματικής χορήγησης, καταβάλλοντας την πρώτη δόση, αλλά έχοντας σε εκκρεμότητα τη δεύτερη, η οποία έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τέλος Ιανουαρίου 2010 με δεδομένη βέβαια όπου με δεδομένη την οικονομική δυσχέρεια της περιόδου είναι αμφίβολο έως απίθανο να καταβληθεί. Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι το συνολικό κόστος της Διοικητικής Μεταρρύθμισης έχει υπολογιστεί από αυτοδιοικητικούς παράγοντες στα 6 δισ. ευρώ. Στο πόσο σοβαρά λαμβάνει η Κυβέρνηση τον Καλλικράτη φαίνεται από το ότι ο αρμόδιος Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών για τη διαχείριση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ τοποθετήθηκε μόλις την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου. Τέλος, πολύ σημαντικό είναι ότι στους γνώστες των οικονομικών της τοπικής αυτοδιοίκησης, αποτελεί επίσης κοινός τόπος ότι υπάρχουν πλείστα όσα παραδείγματα μικρών δήμων, νοικοκυρεμένων και με οικονομική αυτάρκεια, σε αντίθεση με τους υπερχρεωμένους μεγάλους δήμους όπως είναι οι δήμοι Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
Παρ’ ότι το σχέδιο Καλλικράτης επικαλείται την ανάγκη λειτουργικότερης απόδοσης των δήμων, μια προσεκτική ανάγνωσή του μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Μέχρι τώρα οι δήμοι και οι κοινότητες της περιφέρειας, με το λιγοστό έστω διοικητικό προσωπικό τους, με τα συνεχώς μειούμενα κονδύλιά τους, κατόρθωναν και παρείχαν ένα μικρό ή μεγάλο επίπεδο παροχής υπηρεσιών και εξυπηρέτησης των πολιτών της αρμοδιότητάς τους. Με τη σκοπούμενη μεταρρύθμιση παύει και αυτό. Δήμοι και κοινότητες της περιφέρειας, οι οποίοι φρόντιζαν με τη λογική της τοπικοποίησης και της αποκέντρωσης τα του οίκου τους (από τη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών διαδικασιών μέχρι τη φροντίδα των δημόσιων χώρων), προβλέπεται να αντικατασταθούν από τη λειτουργία e-ΚΕΠ στα οποία θα χρησιμοποιείται η κάρτα του δημότη. Σύμφωνα με τη λογική των νομοθετούντων, χωριά των εκατό, διακοσίων ή και τριακοσίων ατόμων, απομακρυσμένα από την έδρα του δήμου, θα τύχουν αναβαθμισμένης εξυπηρέτησης από δημοτικά ΑΤΜ (!!!), την ίδια στιγμή που ακόμη και τα διάσπαρτα καρτοτηλέφωνα στην περιφέρεια δεν λειτουργούν.
Ως ισχυρό επιχείρημα οι εισηγητές του νομοσχεδίου, σε μια προσπάθεια αποδοχής από την κοινή γνώμη, επικαλούνται ότι η λειτουργικότητα και αποδοτικότητα των ΟΤΑ συνδέεται με το μέγεθος του δήμου. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού / εξευρωπαϊσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιλέγουν δήμους με μεγάλη αναλογία κατοίκων ανά δήμο. Παραδείγματα όμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνουν ότι αρκετές χώρες με μικρή αναλογία κατοίκων και με πολλούς οργανισμούς έχουν εξίσου καλά αποτελέσματα όσο και παράδοση στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά:
Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, ή μάλλον σημαντικότερο, περιορίζεται μέχρι εξαφανίσεως η πολιτική λειτουργία και δυνατότητα των δήμων. Είναι γεγονός ότι το μικρό μέγεθος είναι αυτό ακριβώς το οποίο οδηγεί τον πολίτη σε μια λογική ταύτισης και συμμετοχής στα κοινά του τόπου του. Πολύ πιο εύκολα κάποιος μπορεί να ταυτιστεί με τον τόπο του (χωριό, δήμο ή κοινότητα) όταν το μέγεθός του είναι μικρό, ανθρώπινο και προσβάσιμο, παρά όταν το μέγεθος είναι της τάξεως των εβδομήντα ή και εκατό χιλιάδων κατοίκων. Το απρόσωπο και απομακρυσμένο των σχέσεων, πολιτικών ή προσωπικών, που αναπτύσσονται στα μεγάλα μεγέθη, έχει την ευθύνη του για την αποστασιοποίηση των πολιτών από τις πολιτικές διαδικασίες.
Είναι γνωστή σε όλους η επιμονή με την οποία, ακόμα και τώρα, πολλοί επιμένουν να παραμένουν δημότες της γενέτειράς τους, καθώς και το πόσο διεκδικούν την εκλογική έστω συμμετοχή τους σε αυτήν, σε αντίθεση με την ολοένα και μεγαλύτερη απάθεια την οποία συναντούμε σε μεγάλους δήμους. Επί παραδείγματι, η εκλογική προσέλευση σε μικρούς δήμους είναι σαφώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στους μεγάλους.
Την ίδια στιγμή που τα συμμετοχικά κινήματα διεκδικούν αποφασιστικό και καθοριστικό ρόλο για τους δημότες των ΟΤΑ, με χαρακτηριστικότερο το ολοένα και περισσότερο διεκδικούμενο αίτημα του συμμετοχικού προϋπολογισμού ή του αποφασιστικού χαρακτήρα των διαβουλεύσεων, το σχέδιο Καλλικράτης προσπαθεί με γενικόλογες αναφορές, αλλά χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο, να πείσει ότι θα λειτουργήσει στην κατεύθυνση της αναβάθμισης του πολιτικού και συμμετοχικού ρόλου των δημοτών. Αποτυγχάνει όμως, γιατί ακριβώς δεν είναι μέσα στις προθέσεις του.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει τη νέα Διοικητική Μεταρρύθμιση, τη Νέα Αρχιτεκτονική Διοίκησης και Κράτους, όπως την ονομάζει, δεν είναι παρά μία προσπάθεια παραπέρα συγκεντρωτισμού του χώρου της τοπικής αυτοδιοίκησης σε πολιτικό, οικονομικό, λειτουργικό και κοινωνικό επίπεδο. Εφαρμόζοντας τη λογική του λιγότερου κράτους και των λιγότερων κονδυλίων, προσπαθεί να την υλοποιήσει μειώνοντας δραστικά, κατά τα 2/3 τους ΟΤΑ, τους μετατρέπει σε οργανισμούς με περισσότερες αρμοδιότητες, αλλά χωρίς εγγυημένους πόρους, απομειώνοντας τα όποια ψήγματα πολιτικών αμεσοδημοκρατικών δυνατοτήτων είχαν, και επιχειρεί με όχημα αυτούς να ασκήσει, μια ήδη αποτυχημένη σε παγκόσμιο επίπεδο, νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Ουσιαστικά η αυτοδιοικητική πολιτική στη χώρα μας, η οποία υπήρξε ως ουσιαστικό σύστημα διακυβέρνησης ήδη από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, μέσω των κοινοτήτων, διασώθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος επαναθέσπισε την τοπική αυτοδιοίκηση στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, αναπτύχθηκε τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης μέσα από την πλήρη και ουσιαστική λειτουργία της στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, φτάνει σήμερα μέσω συνεχών παρεμβάσεων από την κεντρική εξουσία στα όρια της εξαφάνισης.
Υπενθυμίζουμε μόνο πως όσο γνωστός είναι ο Καλλικράτης από τη συμμετοχή του στο έργο της Ακρόπολης και των Μακρών Τειχών, άλλο τόσο γνωστός είναι και ο Ηρόστρατος από την πυρπόληση του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Μένει να αποδειχθεί ποιο από τα δύο ονόματα θα χρησιμοποιούμε για την περιγραφή της μεταρρύθμισης στο μέλλον.
1. Παράγραφος 48 του κειμένου Δημόσιας Διαβούλευσης (Κ.Δ.Δ.)
2. Παράγραφος 49 του Κ.Δ.Δ.
3. Η πρώτη αποτίμηση του Καποδίστρια / Καθημερινή 14/01/2001
4. Επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.)
5. Επίσημα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε.
6. Παράγραφος 6 του Κ.Δ.Δ.
7. Παράγραφος 52 του Κ.Δ.Δ.
8. Παράγραφος 59 του Κ.Δ.Δ.
9. Δελτίο Τύπου ΤΕΔΚΝΑ 13.01.10.
10. Εισήγηση της ΤΕΔΚΝΑ στο Συνέδριο του Οκτωβρίου 2007.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)